Ανοίξαμε φόρουμ... Πετάξτε με τα φτερά της πεταλουδίτσας για να το βρείτε!

Όταν ο Σωκράτης δίδασκε στις όχθες του Ιλισού...




Mαρμάρινη προτομή του Σωκράτη

τέλος 1ου - αρχές 2ου αι. μ.X. Pώμη, Mουσείο του Kαπιτωλίου

Αγαπητά ζουζουνάκια,

γνωρίσαμε πρόσφατα (στο μάθημα της Ιστορίας) ποιος ήταν ο Σωκράτης.

Ώρα να γνωρίσουμε και τα Τζιτζίκια του.

Ο ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ

Σωκράτης

Και όσο για καιρό δα έχουμε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μού φαίνεται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύ κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νου μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτα δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ, σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εκτίμηση.

Φαίδρος

Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.

Σωκράτης

Αληθινά όμως δε στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχει ακούσει αυτά τα πράγματα.

Να, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιουν και, χωρίς να το νιώσουν, πεθάνανε.

Απ' αυτούς γεννήθηκε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες, δηλαδή να μην έχει αφότου γεννηθεί καμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώει και να πίνει, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάει ως που να πεθάνει, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνει είδηση ποιος από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιαν απ' αυτές τιμάει.

Και να, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοι την ετίμησαν, κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μια.

Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία που έρχεται έπειτα από αυτήν, αγγέλουν εκείνους που περνούνε την ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη. Αυτές δα είναι που πιο πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφότερη φωνή.

Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.

Πλάτωνος Φαίδρος, μετάφραση Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου

("Πλάτωνος Φαίδρος", Γ' έκδοση Αθήνα 1971)

Αυτά μας λέει ο Πλάτωνας πως κουβέντιαζε ο Σωκράτης με το μαθητή του, το Φαίδρο, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Για να δροσιστούν από την αφόρητη ζέστη, δάσκαλος και μαθητής, είχαν πάει στις όχθες του Ιλισού - ναι, του Ιλισού! του γνωστού μας Ιλισού! - και είχαν ξαπλώσει απλώνοντας τα πόδια τους στο νερό...

Δυστυχώς εμείς, αν και ζούμε στις ίδιες όχθες, είναι αδύνατον να κάνουμε το ίδιο. Γιατί και τα νερά του ποταμού έχουν στερέψει και όσα ελάχιστα του έμειναν έχουν ένα ύποπτο πρασινωπό χρώμα. Ποιος θα τολμούσε σε τέτοια νερά να βάλει τα πόδια του;

Κι αλίμονο. Τι άραγε να έχουν τα σημερινά τζιτζίκια να πουν στις Μούσες για όλους εμάς που έτσι καταντήσαμε τον Ιλισό;

Να λοιπόν γιατί πρέπει εσείς να αναλάβετε δράση. Μήπως και καταφέρετε να κερδίσετε το βραβείο των τζιτζικιών. Αυτό που ο Σωκράτης έλεγε ότι έχουν από τους θεούς για να δίνουν στους ανθρώπους. Όταν βεβαίως οι άνθρωποι καταφέρουν να κερδίσουν το θαυμασμό και την εκτίμηση των τζιτζικιών.

Τι λέτε; Θα μπορέσετε;

Με αγάπη

η δασκάλα σας

Ο Αισχύλος για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας




Το Σεπτέμβριο του 480 π.Χ. - σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές - οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με το στόλο των Περσών στα στενά της Σαλαμίνας.

Ο μεγάλος βασιλιάς των Περσών, ο Ξέρξης, όπως βλέπουμε και στη ζωγραφιά, παρακολουθούσε από τη στεριά τη διεξαγωγή της ναυμαχίας και την απίστευτη νίκη των Ελλήνων σε βάρος του περσικού στόλου.

Η νίκη των Ελλήνων δεν ήταν τυχαία.



Σημαντικό ρόλο έπαιξαν αφενός η στρατηγική ικανότητα του Θεμιστοκλή (να δώσει τη ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνας και όχι στην ανοικτή θάλασσα που ήθελε ο Ευρυβιάδης) και αφετέρου η υπεροχή των ελληνικών πλοίων, δηλαδή οι εκπληκτικές ικανότητες της περίφημης τριήρους.

Πώς όμως εμείς γνωρίζουμε σήμερα τι έγινε στη Σαλαμίνα;

Πώς δηλαδή γράφεται η ιστορία για τόσο μακρινά γεγονότα;

Οι ιστορικοί για να γράψουν την ιστορία αξιοποιούν όσα περισσότερα ντοκουμέντα και ιστορικές πηγές μπορούν. Ιδιαίτερα για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας έχουμε μια πλούσια ιστορική πηγή, την τραγωδία ΠΕΡΣΕΣ που έγραψε ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος, η οποία θεωρείται ως το αρχαιότερο σωζόμενο έργο του και χρονολογείται στα 472 π.Χ.

Η τραγωδία αυτή διαδραματίζεται στο παλάτι του Ξέρξη. Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος είναι τα εξής:

ΧΟΡΟΣ (Γέροντες άρχοντες της Περσίας)

ΑΤΟΣΣΑ (Βασίλισσα, γυναίκα του Δαρείου, μητέρα του Ξέρξη)

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

ΦΑΝΤΑΣΜΑ του ΔΑΡΕΙΟΥ

ΞΕΡΞΗΣ

Ο Αισχύλος, όπως βλέπουμε, έβαλε τους ίδιους τους Πέρσες να διηγηθούν την ήττα τους. Αντί να μιλήσουν οι νικητές και να πανηγυρίσουν για το τεράστιο κατόρθωμα, αφήνει τους νικημένους να αποκαλύψουν το μέγεθος της συμφοράς που τους βρήκε αλλά και να παραδεχθούν τα λάθη που έκαναν.

Είναι ένα υπέροχο τέχνασμα αυτό. Ο Αισχύλος απέφυγε έτσι την έπαρση (ύβρη το έλεγαν στην αρχαία Ελλάδα) χωρίς να μειώσει στο ελάχιστο τη σπουδαιότητα του κατορθώματος των Ελλήνων. Ακολουθεί δηλαδή τη βασική φιλοσοφική αρχή του ελληνικού πολιτισμού των κλασικών χρόνων, το μέτρο.

"Μέτρον άριστον", έλεγαν εκείνα τα χρόνια οι παππούδες μας. Και με λίγα λόγια το ερμηνεύουμε ως οδηγία αποφυγής της υπερβολής, της ύβρης. Όσον καιρό τηρούσαν το μέτρο, η Ελλάδα προόδευε. Όταν το παραβίασαν, και μια τέτοια περίπτωση έχουμε με τη μετατροπή της Αθηναϊκής Συμμαχίας σε Ηγεμονία, άρχισε η αντίστροφη μέτρησε που οδήγησε στην υποδούλωση της αρχαίας Ελλάδας από τους Ρωμαίους.

Απόδειξη αυτών των πεποιθήσεων των αρχαίων Ελλήνων μας δίνει η τραγωδία του Αισχύλου, που ερμηνεύει την ήττα του πολυάριθμου στρατού και στόλου του Ξέρξη ως αποτέλεσμα της ύβρης που διέπραξε:

__________________

ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΔΑΡΕΙΟΥ

Αν πιστέψει κανείς στις θείες μαντείες. Αν δει ό,τι έγινε Θα καταλάβει ότι λίγοι θα φτάσουν. Δεν μπορεί άλλες να βγουν και άλλες όχι. Όλα θα γίνουν. Γι αυτό, με κούφιες ελπίδες, ορίζει τώρα, να μείνει στρατός χιλιάδες στις ροές του Ασωπού που τα νερά του καρπίζουν τη γη της Βοιωτίας. Όπου γραφτό τους είναι να πάθουν τα έσχατα.

Να πληρώσουν την Ύβρη τους. Που εκστράτευσαν στην Ελλάδα. Και ανέβησαν. Σύλησαν. Έκαψαν ναούς βωμούς και αγάλματα θεών απ το βάθρο τους τα γκρέμισαν, πέτρες τα έκαναν στο χώμα.

Γι αυτό έπαθαν όσα έπαθαν. Και άλλα θα πάθουν.

Το βάθος της συμφοράς ανεβαίνει. Δε φάνηκε ακόμα. Στο αίμα θα κολυμπήσει η γη των Πλαταιών από λόγχες Δωριέων. Στοίβες νεκρών άφωνες θα δείχνουν στους αιώνες να μη περνά το μέτρο η έπαρση του θνητού.

Όταν ανθίζει η έπαρση καρπίζει στάχυ θυμού. Συμφορά εσοδεύει. Αυτή είναι η πληρωμή. Και να θυμάστε την Αθήνα και την Ελλάδα.

Να μην καταφρονεί κανένας όσα έχει. Να μη ποθεί τα ξένα και σκορπά τους σωρούς των δικών του.

Τη μεγάλη περηφάνεια τσακίζει βαρύς δικαιοκρίτης ο Δίας.

Η σωφροσύνη σας λοιπόν με λόγια γνωστικά να τον πείσουν.

Ότι τυφλώνει το θράσος και καταστρέφει το μυαλό.

Και συ Άτοσσα, καλή, σεβαστή μάνα του Ξέρξη, πήγαινε μέσα, πάρε την καλύτερη φορεσιά να τον προσμένεις, γιατί την κουρέλιασαν τη φορεσιά του οι συμφορές. Τα πολυκέντητα στολίδια πάνω του έρεψαν. Και πράυνέ τον ήρεμα. Θα σ' ακούσει εσένα. Εγώ πάω πάλι στο σκοτάδι μου.

Και σεις να χαίρεστε. Και μέσα στο κακό.
Να ζείτε τη χαρά της κάθε μέρας. Όσο ζείτε. Νεκρούς τα πλούτη δεν σας ωφελούν.

__________________

Μακάρι και στη σημερινή εποχή να εφαρμόζαμε τις σοφές οδηγίες που λέει ο Αισχύλος με το στόμα του φαντάσματος του Δαρείου... Όχι μόνο να πηγαίνουμε στα μουσεία και να θαυμάζουμε τον υπέροχο πολιτισμό που δημιούργησαν οι παππούδες μας μα και να διδασκόμαστε από το δικό τους παράδειγμα. Τον τρόπο σκέψης τους και τη φιλοσοφία τους.

Γιατί αυτά ακριβώς τους οδήγησαν να μεγαλουργήσουν. Ούτε τα πλούτη, ούτε το πολυάριθμο της φυλής, ούτε τίποτε άλλο. Γι' αυτό και ξεκινώντας τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα παιάνιζαν (όπως αναφέρει ο Αισχύλος) το:

"Παίδες Ελλήνων ίτε!"

Να σταθούν δηλαδή ως Έλληνες, με τις αρχές του πολιτισμού τους, απέναντι στους "βάρβαρους" Πέρσες. Και να συμπληρώσουμε εδώ ότι εκείνα τα χρόνια η λέξη βάρβαρος δεν είχε τη σημερινή σημασία. Δε σήμαινε τον απολίτιστο αλλά εκείνον που δεν ακολουθούσε τον ελληνικό πολιτισμό. Γι' αυτό και έλεγαν: "Πας μη Έλλην βάρβαρος" χωρίς διάθεση υποτίμησης των άλλων παρά μόνο για να τονίσουν τη διαφορά τους.

Αυτό εξάλλου δηλώνει και η επιλογή του Αισχύλου να μιλήσει για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας με ήρωες της τραγωδίας τους ίδιους τους Πέρσες. Δεν τους θεωρεί απολίτιστους, αντίθετα τους παρουσιάζει να έχουν επίγνωση των λαθών τους και να δείχνουν με κάθε τρόπο τη μεταμέλειά τους για τη διάπραξη της ύβρης.

Στην τραγωδία του ο Αισχύλος δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο δαιμόνιο χαρακτήρα των Ελλήνων, κληρονομιά από τον ομηρικό ήρωα, τον Οδυσσέα:

_______________________

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πρώτος άρχισε, δέσποινα, με την οδηγία κάποιου κακού πνεύματος ή κάποιου θεού . Ήρθε απ' το στρατό των Αθηναίων ένας στο γιο σου και είπε:

«Όταν απλώσει η νύχτα το σκοτάδι θα ξεφύγουν οι Έλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν. Όπως όπως».

Και μόλις τ' άκουσε ο Ξέρξης, χωρίς να σκεφτεί δόλο του Έλληνα ή φθόνο θεού φώναξε τους ναύαρχους όλους και πρόσταξε:

«Όταν πάψει ο Ήλιος να καίει το χώμα και υψωθεί το σκοτάδι, να παρατάξετε τα καράβια σας να φράξετε το δρόμο σε τρεις σειρές. Πυκνά. Και μ' άλλα να κυκλώσετε γύρω από το νησί του Αίαντα. Και να φυλάτε τα στενά και τα περάσματα. Αν απ' τον κλοιό και το χαμό σωθούν οι Έλληνες βρίσκοντας δρόμο τα καράβια, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε».

Έτσι τους είπε. Βέβαιος και ανύποπτος δεν ήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.

Και την ίδια ώρα οι Έλληνες ήρεμα και πειθαρχημένοι ετοίμαζαν να φάνε. Οι ναύτες περνούσαν τα κουπιά στους σκαρμούς και μετά που έδυσε ο ήλιος και η νύχτα έρχονταν πέρασαν όλα τα καράβια σε σχηματισμούς. Παρακινούσαν και κρατούσαν την τάξη όπως ορίστηκε ο καθένας. Προχωρούσε η νύχτα και τελείωνε και αυτοί πουθενά δε δοκίμασαν να φύγουν.

Και όταν ξημέρωσε, όταν ανέβηκε το άρμα της ημέρας τότε απ τα καράβια τους αντήχησε χαρούμενη βοή σαν τραγούδι και τα βράχια γύρω αντιλάλησαν. Φόβος μας έπιασε που γελαστήκαμε. Δεν ήταν το τραγούδι τους ήχος φυγής . Παιάνας ήταν. Να ορμήσουν. Και οι σάλπιγγες τους φλόγιζαν τα κουπιά αμέσως τότε ακούστηκε το σύνθημα.

Και τα καράβια ήρθαν γρήγορα μπροστά μας.

Πρώτη προχώρησε η δεξιά πλευρά. Αλφαδιασμένα. Και όλα τα άλλα πίσω τους. Και αντήχησε τότε μυριόστομο:

«Παιδιά της Ελλάδας προχωράτε, λευτερώστε την Πατρίδα. Λευτερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους βωμούς των πατρώων θεών, και των προγόνων τους τάφους. Τώρα ο Αγώνας για όλα»

Τότε και μεις αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά στα περσικά, απάντηση στην κραυγή τους. Και δεν υπήρχε ώρα για καθυστερήσεις. Οδηγήσαμε τα καράβια μας κοντά στα δικά τους. Το εμβόλισμα το άρχισε ένα Ελληνικό σ ένα Φοινικικό.

Μπερδεύτηκαν κουπαστές και πρύμνες. Τα συνέτριψε. Και τότε έγινε ολοκληρωτική επίθεση. Στην αρχή άντεχαν οι γραμμές μας. Μα όταν πύκνωσαν τα καράβια στο στενό φράκαραν όλα. Έπεφταν το ένα στ' άλλο. Άνοιγαν οι πρώρες σπάζαν τα κουπιά. Μεταξύ μας βυθιζόμασταν. Και τότε τα Ελληνικά έτρεχαν γύρω μας με τέχνη και γρηγοράδα. Μας χτυπούσαν. Άνοιγαν τα καράβια μας και θάλασσα δεν φαίνονταν. Γεμάτη κορμιά πνιγμένων και ναυάγια. Και σαν μυρμήγκια στις παραλίες οι νεκροί. Τότε όσοι μας έμειναν άρχισαν να φεύγουν.

Μα τότε αυτοί σα να καμάκιζαν τρεχόψαρα ή να 'σερναν τρανή ψαριά μας χτυπούσαν με τα κουπιά τους και με κομμάτια άρμενα μας τσάκιζαν τις ραχοκοκαλιές και βογκούσε όλη η θάλασσα από τα κλάματα και τον πόνο. Όλη τη μέρα ώσπου νύχτωσε. Δέκα μέρες να μιλούσα για τα κακά που πάθαμε δε θα τα τέλειωνα όλα. Να το πω έτσι. Τόσοι νεκροί σε μια μέρα μέσα ποτέ δεν ξανάγινε.

ΑΤΟΣΣΑ

Ωι ! Μεγάλο πέλαγος κακού χύθηκε πάνω στους Πέρσες και σε όλο το βαρβαρικό γένος!

___________________________

Τέχνασμα λοιπόν έκαμαν οι Έλληνες. Έστειλαν άνθρωπο στον Ξέρξη και τον ξεγέλασε πως οι αντίπαλοί του έχουν σκοπό να το σκάσουν μόλις νυχτώσει. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας από τους δούλους του Θεμιστοκλή, ο Σίκινος, που με διαταγή του αφέντη του παρουσιάστηκε στον Ξέρξη παριστάνοντας δήθεν τον προδότη. Ένας μικρός Δούρειος Ίππος δηλαδή... που παρέσυρε τον Ξέρξη να κάνει το μοιραίο λάθος.

Βλέπουμε ότι η τραγωδία ΠΕΡΣΕΣ του Αισχύλου δεν αποτελεί μόνο πολύτιμη ιστορική πηγή για τα γεγονότα της Σαλαμίνας μα ταυτόχρονα διδάσκει τους ανθρώπους όλων των εποχών να ζουν τη ζωή τους με καλύτερο τρόπο. Κατάφερε δηλαδή ο Αισχύλος να γράψει ένα έργο κλασικό που όσοι αιώνες και αν περάσουν η αξία του παραμένει αθάνατη.

Αυτό το έργο δε θα είχε γραφτεί ποτέ αν οι Πέρσες είχαν νικήσει τους Έλληνες. Γι' αυτό και ο Αισχύλος άφησε εντολή σαν πέθανε να γράψουν στον τάφο του το εξής:

« αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι

και βαθυχετήσεις Μήδος επιστάμενος »

Επαινεί δηλαδή τη συμμετοχή του στο Μαραθώνα, όπου ως γνωστόν έλαβε μέρος και ο αδερφός του Κυναίγειρος που έδειξε απαράμιλλο ηρωισμό, και το κατόρθωμα να εμποδίσουν τους Μήδους (δηλαδή τους Πέρσες) και όχι το συγγραφικό του έργο που από μόνο του είναι λαμπρό στολίδι του παγκόσμιου πολιτισμού.

Αυτή τη στάση του Αισχύλου, να θέτει σε προτεραιότητα το καθήκον προς την πατρίδα, ύμνησε στο βιβλίο του Γκέμμα ο σύγχρονος νεοέλληνας στοχαστής Δημήτρης Λιαντίνης που ανάμεσα στα άλλα αναφέρει και τα εξής για το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου:

"- Στο Μαραθώνα επολέμησα το ζωώδες, το οιηματικόν τέρας, και την Ύβρι των ανόητων ανθρώπων. Υπεράσπισα τη λευτεριά της πόλης μου. Αγωνίστηκα για την εμορφιά και την τιμή της ζωής. Εδίδαξα ότι ο κάθε άνθρωπος, στα φυσικά του μέτρα, είναι σπουδαίος όσο τα δέντρα για το οξυγόνο της ατμόσφαιρας, και τα αστέρια για το φως της νύχτας. Και για όλα αυτά εκοίταξα καταπρόσωπα το θάνατο και δεν εχαμήλωσα τα μάτια. Γνωρίζεις πιο γνήσια ποίηση από μια τέτοια πράξη; Όχι. Γιατί πράττειν και ποιείν γλωσσικά σημαίνουν το ίδιο. Γιατί Μαραθώνας και τραγωδία πρακτικά σημαίνουν το ίδιο."

(Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα, σελ. 241)

Συμπέρασμα; Πως ο πολιτισμός που δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες και τόσο θαυμάζει σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα, ήταν όχι μόνο ωραία και σοφά λόγια μα και γενναίες πράξεις. Και πως λόγια και πράξεις λειτουργούσαν όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία, έθρεφαν δηλαδή το ένα το άλλο. Η φιλοσοφία οδηγούσε σε ηρωισμούς και οι ηρωισμοί επιβεβαίωναν και πλούτιζαν το φιλοσοφικό στοχασμό. Μια θαυμαστή και αρμονική συνεργασία λόγων και έργων.

Έτσι κατάφεραν να αποτρέψουν τον περσικό κίνδυνο και να διατηρήσουν την ελευθερία τους. Με τον πολιτισμό τους. Κι έτσι σώθηκε και ο πολιτισμός τους και κατάφερε να συνεχιστεί και να μεγαλουργήσει, τόσο με τα έργα του Περικλή και του Φειδία στην Ακρόπολη, όσο και με τα έργα των μεγάλων τραγικών ποιητών, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη αλλά και όλα τα άλλα μεγάλα έργα των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης εκείνης της μακρινής εποχής.

Γι' αυτό και η μελέτη της Ιστορίας δεν μπορεί να στέκεται μόνο στα γεγονότα, χρωστά να σκύβει και πάνω στον πολιτισμό του λαού που τα έζησε. Αναγνωρίζοντας πως χωρίς το συγκεκριμένο πολιτισμό και τα γεγονότα θα ήταν διαφορετικά και η διαδρομή της ιστορίας άλλη...

Το εκπληκτικό είναι που οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επίγνωση του ρόλου του πολιτισμού τους. Έτσι τη νίκη τους κατά των Περσών δεν την πανηγύρισαν όπως εμείς σήμερα τις νίκες μας - έστω και μικρές. Την έκαμαν έργο θεατρικό και την παρακολούθησαν ως θεατές. Διδασκόμενοι δηλαδή, αφού και τη θεατρική παράσταση διδασκαλία τη θεωρούσαν.

Να γιατί τη διδασκαλία για τους Πέρσες, την ομώνυμη δηλαδή θεατρική παράσταση, την αναλαμβάνει ένας πολεμιστής του Μαραθώνα, ο Αισχύλος. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να διδάξει τους συμπατριώτες του για την νίκη κατά των Περσών αν δεν είχα λάβει μέρος και ο ίδιος στις μάχες;


Η ΓΟΡΓΟΝΑ


Ένα από τα κλασικά βιβλία για τη θάλασσα και τους ναυτικούς είναι ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ του νεοέλληνα πεζογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα.

Παραθέτουμε από το βιβλίο αυτό το ακόλουθο διήγημα:

Η ΓΟΡΓΟΝΑ




Με το μπρίκι* του καπεταν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύ­χτα. Σπάνια νύχτα! πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού πηγαίναμε; Πού αλ­λού από τον Πειραιά. Πράματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορές. Μα εκείνη τη βραδιά ένιωθα τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή, που κινδύνευα να λιγοθυμήσω. Δεν ξέρω τι μου έφταιγε· θες η γαληνεμένη θάλασσα, θες ο ξάστερος ουρανός, θες το τσουχτερό λιοπύρι· δεν μπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαριά την ψυχή, ήβρεσκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξει στο νερό, «όχι!» δε θα ’λεγα.

Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια, που συντρόφευαν το βασίλεμά του, σκάλωσαν κάπου μαύρα σαν μεγάλες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Φάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κι ένας. Τα νερά κάτω πήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα, το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού. Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια· ο καπετάνιος κατέβηκε να κοιμηθεί· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι. Ο Μπραχάμης, ο σκύλος μας, κουλουριάστηκε στη ρίζα του αργάτη να ησυχάσει και κείνος.

Εγώ ούτε να ησυχάσω μπορούσα. Ούτε ύπνο ούτε ξύπνο. Δο­κίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόση ανο­στιά, που έσβησε σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα. Πήγα να παίξω με το Μπραχάμη· αλλά και κείνος τρύπωσε ακόμη πε­ρισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστημένος γρίνιασε, σαν να μου έλεγε:

- Άφησέ με και δεν έχω την όρεξή σου!

Τότε βαριεστημένος και γω πήγα και ξαπλώθηκα μπρού­μυτα καταμεσής κι έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου. Ήθελα να μη βλέπω τίποτα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο λίγο σχεδόν το κατόρθωσα. Κάτι ελάχιστο, σαν θαμπό καντηλάκι, ένιωθα να ζει μέσα μου και γύρω το κορμί μου να σμίγει και να χωνεύει μέσα στ’ αναίσθητα σανίδια της κουβέρτας.

Πόσο έμεινα έτσι, δεν ξέρω. Τι μου ήρθε στο νου κι αν μου ήρθε τίποτα, δε θυμούμαι. Άξαφνα όμως άρχισα ν’ ανατριχιάζω· σαν κάποιος μαγνήτης να ερέθιζε τα νεύρα μου, όπως η υγρασία αναγκάζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κι ευθύς πορ­φυρό κύμα χύθηκε απάνω μου. Πίστεψα πως κολυμπούσα στα αίματα. Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο αυτόματα ξυπνά στο λαμπρό φως της ημέρας, και γω άνοιξα τα μά­τια μου. Τ’ άνοιξα ή τα ’κλεισα δε θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως έμεινα ακίνητος. Πρώτη μου σκέψη ήταν πως ξύπνησα στο στομάχι κάποιου ψαριού, που ρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήταν στομάχι ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κά­τω η θάλασσα. Μα όλα, ψηλά και χαμηλά, στρωμένα ήταν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά τίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κι έριχνε φοβερούς αποκλαμούς πέρα δώθε. Μα πού το κάμα και πού η αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν.

Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε και τύλιξε γαλαζόχρωμα τ’ αστέρια, τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κι έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορόδινα και γλαυκά, λες και ήθελε να βάψει το στερέωμα. Και το τόξο, κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα, κουνούσε τα κρόσσια εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλλες του και πρόβαινε, όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ' αέρινα πο­τάμια έτρεχαν γοργά και φούσκωναν και κυλούσαν πάντα σκο­τεινά ή πράσινα, χρυσορόδινα ή γλαυκά, και σκόρπιζαν αντι­φεγγίσματα ολούθε σαν ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα και φαίνονταν όλα ξαφνισμένα μέσα στην τόση λάμψη. Μα πε­ρισσότερο ξαφνισμένος ήμουν εγώ. Δεν ήξερα τι να κάμω και τι να συλλογιστώ. Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέ­τοια όμως συντέλεια μπορούσε να ευχαριστήσει τον καθένα. Η Γη βούλεται να πεθάνει μέσα στα ροδοκύματα!...

Άξαφνα ανατρόμαξα. Κάτω βαθιά, μέσ’ από το μενεξεδένιο σύγνεφο, είδα να προβαίνει ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του φάνταζαν Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια γύριζαν φωτεινούς κύκλους κι έβλεπαν περή­φανα τον Κόσμο πριν τον κλωτσήσουν στην καταστροφή. Να τος, είπα, ο θεόσταλτος άγγελος, ο χαλαστής και σωτήρας! Τον έβλεπα κι είχα σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγ­μή πρόσμενα σφυρί να πέσει το φριχτό χτύπημα. Πάει τώρα η Γη με τους καρπούς πάει κι η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδια πλιο, ούτε ταξίδια, ούτε φιλιά!

Αλλά δεν άκουσα το χτύπημα. Ο ίσκιος πρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Κι όσο γρηγορότερα πρόβαινε, τόσο μί­κραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρεμος όγκος χιλιόμορφη κόρη στάθηκε αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστη κο­ρώνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χήτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέ­τωπο, τ’ αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη της τα κοραλλένια έχυ­ναν γύρα κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια πηρηφάνια βα­σιλική. Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κι έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός και πρόβαλ­λε στο αριστερό την ασπίδα κι έπαιζε στο δεξί τη Μακεδόνικη σάρισα.

Δεν είχα συνέρθει από την απορία και φωνή γλυκεία, ήρε­μη και μαλακή άκουσα να μου λέει:

- Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο Βασιλιάς Αλέξαντρος;

- Ο Βασιλιάς Αλέξαντρος! ψιθύρισα με περισσότερη απορία.

Πώς είναι δυνατό να ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξερα τι ρώτημα ήταν εκείνο και τι να της αποκριθώ, όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε:

- Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;

- Τώρα, Κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφτώ. Τώρα βασιλιάς Αλέξαντρος! Ούτε το χώμα του δε βρίσκεται στη γη.

Ωϊμέ! κακό που το ’παθα! Η χιλιόμορφη κόρη έγινε μεμιάς φοβερό σίχαμα. Κύκλωπας βγήκε από το κύμα κι έδειξε λεπιοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξόμαλλα ση­κώθηκαν περδώθε, έβγαλαν γλώσσες και κεντριά φαρμακερά κι έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν αμέσως, σα να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού. Τώρα καλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν ο Χάρος της Γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα, τ’ Αλέξαντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθά­νατο νερό και γύριζε ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κι αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνο για Κείνης τον ερχομό έχυσε ο Πόλος το Σέλας του, να στρώσει τον αθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δε ρωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα, αλλά για τη μνήμη του αφέντη της. Και τώρα στην άκριτη μου απόκριση μανια­σμένη έριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κι έδειξε Ωκεανό τον μαλακό Πόντο.

- Όχι, Κυρά, ψέματα!... τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα. Εκείνη με κοίταξε αυστηρά και με φωνή τρεμάμενη ξανα­ρώτησε:

- Ναύτη-καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος;

- Ζει και βασιλεύει· απάντησα ευθύς. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.

Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κι έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και γύριζε τώρα ο Μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.

Σήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τ’ αέρινα ποτάμια, τα σκο­τεινά και τα πράσινα, τα χρυσορόδινα και τα γλυκά, να σμί­γουν στον ουρανό και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κά­μωμα του καιρού ή μην ήταν απόκριση στο ρώτημα της αθάνατης; Ποιος ξέρει. Μα σιγά σιγά οι αχτίνες άρχισαν να θα­μπώνουν και να σβήνουν μια με την άλλη, λες κι έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο.

Τώρα ούτε Στέμμα ούτε Τόξο φαινόταν πουθενά. Κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα· και μέσα στην ψυχή μου θαμπή και ξέθωρη η πορφύρα της πατρίδας μου.

Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα.

_______________________

* μπρίκι = είδος ιστιοφόρου

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:

http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/karkavitsas-logia.htm

(Στη διεύθυνη αυτή μπορείτε να βρείτε και άλλα διηγήματα από τα ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ του Καρκαβίτσα)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Ο μύθος της Γοργόνας έχει επηρεάσει πολλούς καλλιτέχνες, τόσο στο παρελθόν όσο και στις μέρες μας. Στην προηγούμενη ανάρτησή μας αναφερθήκαμε στις γοργόνες που στολίζουν τα ακρόπρωρα των πλοίων, εδώ, εκτός από το ωραιότατο διήγημα του Καρκαβίτσα, παραθέτουμε και ένα ελαφρολαϊκό τραγούδι που έχει τίτλο Η ΓΟΡΓΟΝΑ:



Θυμίζουμε επίσης ότι υπάρχει και ένα παιδικό βιβλίο, ιδιαίτερα αγαπητό στους λιλιπούτιους βιβλιόφιλους, με τίτλο Η ΜΙΚΡΗ ΓΟΡΓΟΝΑ. Συγγραφέας ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Στην εποχή μας δυστυχώς τα περισσότερα παιδάκια της προσχολικής ηλικίας δεν ακούνε πια παραμύθια από γιαγιάδες... Κι έτσι τη ΜΙΚΡΗ ΓΟΡΓΟΝΑ όπως και όλους τους άλλους ήρωες της παιδικής λογοτεχνίας τους γνωρίζουν από DVD.

Εσείς όμως, που είστε μεγάλα παιδιά, μη χάνετε την ευκαιρία να διαβάζετε καλά λογοτεχνικά βιβλία. Και με την ευκαιρία σημειώνουμε ότι τα ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ υπάρχουν στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου μας και μάλιστα σε τρία αντίτυπα (αρ. βιβλιοθήκης 16, 103, 147)

Βιβλίο για τη Γοργόνα, για τη ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ, έχει γράψει και η Λίτσα Ψαραύτη. Το θέμα του αφορά την προσφυγιά και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κατάλληλο για ηλικίες από 9 - 12.

Επίσης η Νίτσα Τζώρτζογλου έχει γράψει το ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΓΟΡΓΟΝΑΣ. Ηρωίδα η Μούκη, που ζει στην Κάσο και...

Και για τα πολύ μεγάλα παιδιά, τους γονείς και τους συναδέλφους, προτείνουμε να παρακολουθήσουν μια Γοργόνα θεατρική που μόλις άρχισε τα ταξίδια της στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου: Η ΚΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ του ΙΨΕΝ. (δείτε περισσότερα ΕΔΩ)

Τα μάτια των πλοίων και ο διαγωνισμός της HELMEPA


Με αφορμή τη χτεσινή μας επίσκεψη στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος (κάντε κλικ ΕΔΩ για να διαβάσετε περισσότερα) και το πρόγραμμα "Ναυπηγώντας μια τριήρη" που παρακολουθήσαμε, βρίσκουμε ευκαιρία να σταθούμε σε μια χαρακτηριστική ιδιότητα των πλοίων, στα μάτια τους.

Μα έχουν μάτια τα πλοία; Φυσικά και έχουν! Και ιδού η απόδειξη:



Βλέπετε; Και μάλιστα μάτι γαλανό, καθρεφτισμός του απέραντου γαλάζιου της θάλασσας.

Φυσικά θα αναγνωρίσατε πως η φωτογραφία αυτή αφορά την πλώρη μιας τριήρους, που πέρα από το χαρακτηριστικό έμβολο στην άκρη της, έφερε και δυο μάτια ζωγραφισμένα έτσι που να δίνει την εντύπωση ότι το πλοίο είναι ζωντανός οργανισμός και όχι ένα άψυχο σκαρί.



Το περίεργο είναι πως εκείνες οι αρχαίες δοξασίες για τα πλοία έχουν επιζήσει και σήμερα... Όχι, δε ζωγραφίζουν πια μάτια στις πλώρες των πλοίων. Όμως στην ίδια ακριβώς θέση που υπήρχαν κάποτε τα μάτια, υπάρχουν σήμερα δυο τρύπες για να περνά η καδένα (αλυσίδα) της άγκυρας. Ε, λοιπόν, ξέρετε πώς αποκαλούν οι Έλληνες ναυτικοί αυτές τις τρύπες;

Όκια! Και σημαίνει μάτια, από την ιταλική λέξη occhio (= μάτι).

Μάλιστα τα μάτια αυτά, τα όκια, συμπεριφέρονται μερικές φορές σαν μάτια ανθρώπινα. Μπορεί δηλαδή να μη βλέπουν αλλά καταφέρνουν και κλαίνε!!! Θα σας δώσουμε απόδειξη με την επόμενη φωτογραφία μας από ένα σύγχρονο πλοίο:



Παρατηρήστε το όκιο αυτού του πλοίου. Του BEBEDOURO. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από το όνομά του. Στη μάσκα δηλαδή του πλοίου...

Βλέπετε εκεί την άγκυρα αλλά και τη λαμαρίνα του καραβιού πολύ λερωμένη. Είναι τα σημάδια που άφησαν τα ... δάκρυα. Τα δάκρυα του καραβιού!!!

Για να βάλουμε όμως τα πράγματα στη θέση τους και να εξηγήσουμε γιατί είναι τόσο λερωμένη στο σημείο αυτό η λαμαρίνα του πλοίου, πρέπει να πούμε ότι κάθε φορά που το καράβι ανεβάζει την άγκυρά του (βιράρει το λένε οι ναυτικοί και αντίστοιχα το ναυτικό παράγγελμα για το ανέβασμα της άγκυρας είναι: "Βίρα τις άγκυρες") ανοίγουν και μια ειδική βρύση για να ξεπλένεται η αλυσίδα της άγκυρας από όσα τη λέρωσαν κάτω στο βυθό.



Τι μπορεί να λερώσει την αλυσίδα και την άγκυρα όταν ποντίζεται (δηλαδή βυθίζεται στη θάλασσα); Φύκια και άλλα είδη της θαλάσσιας χλωρίδας, λάσπες του βυθού αλλά και άλλοι ρύποι όταν υπάρχει θαλάσσια ρύπανση.

Τότε λοιπόν, όταν η άγκυρα συναντήσει ένα βυθό γεμάτο ρύπους, τα όκια του καραβιού όχι μόνο κλαίνε μα κλαίνε με μαύρο δάκρυ!

Μα τι νομίζετε; Μόνο εμείς στενοχωριόμαστε για τη θαλάσσια ρύπανση; Τα καράβια; Που η θάλασσα είναι το σπίτι τους; Είναι δυνατόν να μη στενοχωριούνται όταν βλέπουν βρόμικο το "σπιτάκι" τους;

Νομίζω ότι αυτό σκέφτηκε και η HELMEPA JUNIOR όταν αποφάσισε στο φετινό διαγωνισμό ζωγραφικής να ορίσει ως θέμα (δείτε ΕΔΩ περισσότερα) το:

«‘Πράσινα’, περιβαλλοντικά φιλικά πλοία σε γαλάζιες θάλασσες »

Να, θα το εξηγήσω με μια εικόνα:



Η Γοργόνα και ο κήπος της θάλασσας! Η Γοργόνα, το μυθικό τέρας των θαλασσών που συνοδεύει και προστατεύει όλα τα "καλά" καράβια του κόσμου. Αυτή φυσικά φροντίζει και την άγκυρα. Μην κοιτάτε που μερικοί νομίζουν ότι αρκεί να γυρίσει ο ναυτικός το μεγάλο βαρούλκο της πλώρης (εργάτη της άγκυρας το λένε χαϊδευτικά) για να κατέβει στον πυθμένα η άγκυρα. Εμένα να ρωτάτε, που έχω δουλέψει σε καράβι και έχω ρωτήσει την ίδια την άγκυρα να μου πει τα μυστικά της:



Με το χέρι λοιπόν στην καρδιά σας λέω ότι υπάρχει Γοργόνα! Αν και καμιά φορά, όπως έγραψε ο ποιητής της θάλασσας, ο Νίκος Καββαδίας: "η πλωριά Γοργόνα πηδάει στον πόντο μεθυσμένη"! Είναι που στενοχωριέται με κάποια πράγματα και πίνει κανένα ποτηράκι παραπάνω να πάνε κάτω τα ... φαρμάκια. Τι άραγε να στενοχωρεί τη Γοργόνα; Την πλωριά Γοργόνα;

Ξέρετε ότι ως τον περασμένο μόλις αιώνα τέτοιες γοργόνες στόλιζαν πραγματικά τις πλώρες των πλοίων; Να, δείτε μια τέτοια "γοργόνα":



Ήταν σκαλισμένες σε ξύλο και τις τοποθετούσαν ακριβώς κάτω από το "κοράκι" της πλώρης. Τα ξύλινα αυτά γλυπτά ονομάζονται ακρόπρωρα ή ακροστόλια. Σκοπός τους δεν ήταν μόνο να στολίζουν το πλοίο μα και να φέρνουν καλή τύχη. Όπως ακριβώς πίστευαν και οι αρχαίοι Έλληνες ναυπηγοί όταν ζωγράφιζαν μάτια στην πλώρη της τριήρους.

Τέτοια ακρόπρωρα είδαμε χτες στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος. Και από το δικό του περιοδικό, τον Περίπλου, (σελίδα 32 ) παραθέτω τις εξής πληροφορίες:

"ΤΑ ακροστόλια ή ακρόπρωρα των πλοίων από τα αρχαία χρόνια συνδέονταν με μαγικές ιδιότητες, καλή τύχη και δεισιδαιμονίες. Οι κυκλαδίτικοι κύκνοι, τα μινωικά ψάρια και οι βυζαντινοί δράκοι αποτελούν τους προγόνους των ξυλόγλυπτων έργων που κοσμούσαν την πλώρη των περήφανων ξύλινων ιστιοφόρων, με τη μορφή γυναίκας, γοργόνας, Τρίτωνα ή Ποσειδώνα, σε πραγματικό σχεδόν μέγεθος ανθρώπου ή και μεγαλύτερα.

Κατά τον Εθικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821, οι μορφές αυτές μετατρέπονται σε σύμβολα της ελληνικής ναυτικής ιστορίας και παράδοσης ενώ άλλοτε παίρνουν μορφές που δηλώνουν την ονομασία ή και την ιδιοκτησία του πλοίου."


Στο ίδιο τεύχος του Περίπλου, (σελίδα 35 ) και στο αφιέρωμά του σε όλα τα ναυτικά μουσεία της πατρίδας μας, (αξίζει και για το λόγο αυτό να επισκεφθείτε τις σελίδες του και να το διαβάσετε) αναφέρονται και τα εξής:

"Στην πλώρη του καραβιού τοποθετούνταν το ακρόπρωρο. Όπως πίστευαν οι ναυτικοί, το ακρόπρωρο ήταν η προσωποποιημένη ψυχή του καραβιού. Έδιωχνε το κακό, έδινε δύναμη και προστασία στο πλήρωμα και έφερνε πλούτο και αφθονία αγαθών."

Ποια άλλη απόδειξη θέλετε πως τα καράβια έχουν μάτια και έχουν μάλιστα και ψυχή; Τουλάχιστον για όσους τα αγαπάνε πολύ. Κι εμείς, οι Έλληνες, λαός ναυτικός από αρχαιοτάτων χρόνων, έτσι τα βλέπουμε και έτσι τα αγαπάμε τα καράβια. Ελπίζουμε πως και τα Ελληνόπουλα θα διατηρήσουν αυτές τις παραδόσεις της φυλής και θα αγωνιστούν με το δικό τους τρόπο για καράβια πράσινα, περιβαλλοντικά και φιλικά σε γαλάζιες θάλασσες. Όπως μας ζητά και ο φετινός διαγωνισμός της HELMEPA JUNIOR να τα δούμε τα πλοία και να τα ζωγραφίσουμε.

Δημοσιεύουμε στη συνέχεια μερικά ακόμη ακρόπρωρα ελληνικών πλοίων της εποχής του 1821, ώστε να "κλέψουμε" από τα μάτια τους όσα είδαν - και τα καλά και τα άσχημα - σκίζοντας τα κύματα για δεκαετίες:


Ένα κλασικό ακρόπρωρο γοργόνας



Μια άλλη γυναικεία μορφή σε ακρόπρωρο



Η άγρια ματιά αυτού του ακρόπρωρου φανερώνει την πρόθεση του γλύπτη να λειτουργήσει ως αποτρεπτική δύναμη σε κάθε κακό.


Η γυναικεία αυτή μορφή έχει το χέρι υψωμένο και κρατά το κέρας της Αμάλθειας, σύμβολο πλούτου (περιοδικό ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ)



Ένα μαύρο ακρόπωρο. Συμβολίζανε με το χρώμα αυτό το θάνατο του καπετάνιου.



Ο θεός Άρης: Ακρόπρωρο από το πλοίο "Aρης" του Ανδρέα Μιαούλη.

(Από τη συλλογή ακρόπρωρων του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου)

Από την ίδια συλλογή παραθέτουμε και ακόλουθο ακρόπρωρο, που δεν κοσμούσε ιστιοφόρο αλλά το πλοίο ΚΑΡΤΕΡΙΑ,το πρώτο πλοίο του ελληνικού εθνικού στόλου και το πρώτο ατμήλατο πλοίο παγκοσμίως που συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις, με κυβερνήτη τον άγγλο φιλέλληνα Frank Hastings:



___________________

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΚΡΟΠΡΩΡΑ:

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ


Σήμερα η τάξη μας πραγματοποίησε επίσκεψη στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, στο λιμάνι της Ζέας στον Πειραιά.




Εκεί και παρακολουθήσαμε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα "Ναυπηγώντας μια τριήρη".


Το πρόγραμμα παρουσίασε με εξαιρετική ευφράδεια η κ. Κλεοπάτρα, υπάλληλος του μουσείου.




Αρχικά οι μαθητές παρακολούθησαν προβολή ώστε να ενημερωθούν για το πώς ο άνθρωπος ξεκίνησε να ταξιδεύει στο νερό και πώς κατασκεύασε στη συνέχεια τα πρώτα πλωτά μέσα. Πώς δηλαδή από τους κορμούς των δέντρων προχώρησε στην κατασκευή πλοίων. Κι ακόμη με τι υλικά τα κατασκεύασε και με ποιον τρόπο πέτυχε να τα κάνει να κινούνται.




Αλλά και πώς από τα πρώτα πλοία, τη μυθική "ΑΡΓΩ" του Ιάσονα και τα πλοία των Μινωιτών, οδηγήθηκαν οι παππούδες μας να κατασκευάσουν το υπέροχο πλοίο που ονομάστηκε τριήρης:



ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΡΙΗΡΗΣ

Το αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής ναυπηγικής και το διασημότερο πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας. Το ελληνικό ναυτικό εξοπλισμένο με τέτοια πλοία - που τελειοποίησαν οι Αθηναίοι - έσωσε την Ελλάδα και την Ευρώπη από την περσική απειλή καταστρέφοντας τον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα (480 π.Χ. ) αλλάζοντας τη ροή της Ιστορίας. Κυριαρχώντας έπειτα στη θάλασσα για πολλούς αιώνες δημιούργησε και εξασφάλισε τις συνθήκες που επέτρεψαν την ανάπτυξη και τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού, τα ιδεώδη του οποίου αποτελούν μέχρι και σήμερα τις βάσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού. (1 )

Μετά την προβολή ξεναγηθήκαμε στο μουσείο και είδαμε ομοιώματα και τριήρεων αλλά και ολκάδων, πλοίων δηλαδή της ίδιας εποχής με τις τριήρεις, που ήταν όμως προορισμένα να μεταφέρουν εμπορεύματα:



Πολλές οι ομοιότητες αλλά και οι διαφορές ανάμεσα στους δύο τύπους πλοίων, τις τριήρεις και τις ολκάδες.



Διαφορές που ξεκίναγαν και από το διαφορετικό προορισμό των τριηρών και των ολκάδων. Ξεκινάνε από το έμβολο που διέθεταν οι τριήρεις για να εμβολίζουν τα εχθρικά πλοία, όπως με μεγάλη επιτυχία έκαναν οι παππούδες μας κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το Σεπτέμβριο του 480 π.Χ.



Ο Ξέρξης παρακολουθεί τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (2 )

Τριήρης: η πρώτη ελληνική τριήρης ναυπηγήθηκε στην Κόρινθο μεταξύ 650-610 π.Χ. Είχε δύο ἱστία, αλλά στη μάχη χρησιμοποιούσαν μόνο τα κουπιά, μάλιστα αν το επέτρεπαν οι συνθήκες άφηναν τα ιστία στην ξηρά.

Οι τριήρεις, που δοξάστηκαν στους Περσικούς πολέμους, δεν είχαν κατάστρωμα σε όλο τους το μήκος, όπως οι τριήρεις του 4ου αιώνα. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ήταν: 37 μ μήκος, 5,2 μ πλάτος, 1,5 μ βύθισμα και εκτόπισμα 70 τόνοι.

Σε μία καλοκαιρινή μέρα η τριήρης, όταν ήταν κωπήλατη, κάλυπτε απόσταση περίπου 70.000 οργιών ή 700 σταδίων (περίπου 130 χμ) και τη νύχτα 60.000 οργιών ή 600 σταδίων (περίπου 111 χμ) ή -με άλλη διατύπωση- η ταχύτητά της κυμαινόταν μεταξύ 4,6 και 6 κόμβων με ευνοϊκό άνεμο με μέγιστη ταχύτητα τους 7 ή 8 ή 12 κόμβους ανάλογα με τον μελετητή, ενώ με αντίξοες συνθήκες κυμαινόταν μεταξύ 1,5 και 3,3 κόμβων.

Σύμφωνα με μία αθηναϊκή επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. η τριήρης διέθετε 170 κωπηλάτες και οι 85 της κάθε πλευράς ήταν κατανεμημένοι σε τρεις σειρές, 31 στην άνω (θρανῖται), 27 στη μεσαία (ζυγῖται) και 27 στην κάτω σειρά (θαλαμῖται). Ελάχιστο πλήρωμα ήταν 1 τριήραρχος, 4 υπαξιωματικοί και οι 170 κωπηλάτες (ἐρέται), ήτοι σύνολο 175 άτομα.

Κύριος οπλισμός της ήταν το έμβολο και ενδεχομένως οι καταπέλτες. Οι μάχιμες τριήρεις ονομάζονταν ταχείες, διότι είχαν επανδρωμένες όλες τις κώπες, κατ’ αντιδιαστολή προς τις άλλες, οι οποίες δεν είχαν ούτε επανδρωμένες όλες τις κώπες, ούτε ως βασική αποστολή την πολεμική εμπλοκή με εχθρικές τριήρεις, και οι οποίες είχαν διαφορετικά ονόματα και αποστολές.

Το 1987 με την επίβλεψη του καθηγητού Μόρισον κατασκευάσθηκε η Ολυμπιάς, ακριβές αντίγραφο τριήρους των κλασσικών χρόνων. (3 )



Ὁλκάς: γενικός χαρακτηρισμός των εμπορικών πλοίων. Μάλλον δεν είχαν κουπιά, διότι το όνομά τους υποδηλώνει ότι ρυμουλκούνταν από άλλα πλοία. Στον κόλπο της Κυρήνειας βρέθηκε βυθισμένη μία ὁλκάς του 4ου π.Χ. αιώνα (περίπου σύγχρονη του Μεγάλου Αλεξάνδρου), που μετέφερε 400 αμφορείς με κρασί και λάδι από τη Χίο, τη Σάμο και τη Ρόδο, 29 μυλόπετρες από τη Νίσυρο και αμύγδαλα. Είχε μήκος 14 μ. και βάρος 14 τόνους. (3 )



Ένα όμορφο βίντεο για το περίφημο πλοίο της Κερύνειας.

Στη συνέχεια οι μαθητές περιηγήθηκαν στα υπόλοιπα εκθέματα του μουσείου. Είδαν ομοιώματα δεκάδων πλοίων, πολεμικών και εμπορικών, ιστιοφόρων και μηχανοκίνητων, παλαιών και σύγχρονων.



Επιβατικό Πλοίο



Είδαν επίσης εξαρτήματα πλοίων, στολές ναυτικών, χάρτες, ναυτιλιακά όργανα (εξάντες, διπαράλληλους, κουμπάσα κλπ) καθώς και αμέτρητους πίνακες με θέματα από τη ναυτική ζωή.



"Συναντήθηκαν" επίσης με τον Κανάρη και τα πυρπολικά του, που συνέχισαν την παράδοση με το υγρό πυρ των Βυζαντινών, συμβάλλοντας αποφασιστικά στον αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821. Και στη συνέχεια γνώρισαν ονομαστά πλοία του πολεμικού μας ναυτικού που το καθένα τους κατέκτησε μια ξεχωριστή θέση στη ναυτική μας ιστορία:




Ο θρυλικός μπαρμπα - Γιώργος του ναυτικού μας, το θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ



Ό,τι απόμεινε από την ιταλική τορπίλη που "σκότωσε" τη ναυαρχίδα του στόλου μας, την Έλλη, το Δεκαπενταύγουστο του 1940, στην Τήνο


Αναχωρώντας από το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος βγάλαμε και μία αναμνηστική φωτογραφία (συγνώμη που τη δημοσίουμε θολή, αλλά έτσι πρέπει) με φόντο τον πυργίσκο του δοξασμένου υποβρυχίου ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ:




Φεύγοντας πήραμε μαζί μας ως πολύτιμη ανάμνηση τη φράση - σύμβολο του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος:

"έχουμε γη και πατρίδα όταν

έχουμε πλοία στη θάλασσα"

_____________________

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

(1 ) Φωτογραφία αθηναϊκούς τριήρους και πληροφορίες από το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.

(2 ) Πηγή φωτογραφίας http://triiris.blogspot.com/2009/09/28-480.html

(3 ) Πηγή πληροφοριών http://www.alexanderofmacedon.info/greek/ARMY3gr.htm#trireme

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στη σημερινή επίσκεψη έλαβαν μέρος 17 μαθητές. Κόστος συμμετοχής 7 € για κάθε παιδί. Πληρώσαμε 50 € για το πούλμαν και 4 € για κάθε παιδί στο Μουσείο. Μας περίσσεψε 1 €. Και συνολικά έχουμε στο ταμείο της τάξης μας 16,5 € πλεόνασμα από τις επισκέψεις.



Νεόσοικος: Χώρος που "ξεχειμώνιαζαν" οι τριήρεις

ΕΦΑΡΜΟΖΩ ΟΣΑ ΕΜΑΘΑ:

Και τώρα ήρθε η ώρα να εφαρμόσουμε όσα μάθαμε. Παρακαλώ να κάνετε κλικ εδώ:

https://sites.google.com/site/tetartakia/home/2

και να κατεβάσετε στον υπολογιστή σας το αρχείο ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ 1.

Καλή επιτυχία!

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ! ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ!





Ζουζουνάκια,

σας εύχομαι να περάσετε καταπληκτικά αυτό το τριήμερο και να ξεφαντώσετε στου καρναβαλιού τους τρελούς ρυθμούς!


Με αγάπη


η δασκάλα σας





ΥΓ Μην ξεχάσετε να αφήσετε εδώ και τα δικά σας σχόλια. Θα μπορέσετε να δείτε το κουτάκι για τα σχόλια αν κάνετε κλικ στον τίτλο της ανάρτησης, εκεί δηλαδή που γράφει

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ! ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ!

Γράψτε μέσα στο κουτάκι το μήνυμά σας, υπογράψτε μόνο με το μικρό σας όνομα και μετά πατήστε ακριβώς κάτω από το κουτάκι των σχολίων το κουμπάκι που γράφει Καταχώριση σχολίου.



ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

http://www.carnivalofvenice.com/documento.asp?id=19 (Στα αγγλικά - πληροφορίες για τον Αρλεκίνο και τους άλλους ήρωες της Comedia dell'arte)

http://www.carnivalpatras.gr/?section=1767&language=el_GR (Το καρναβάλι της Πάτρας)


ΑΠΟΚΡΙΕΣ


Από το βιβλίο του λαογράφου και ακαδημαϊκού Γεωργίου Μέγα:

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Οι Απόκριες, όπως παντού, είναι και στην Ελλάδα περίοδος ευθυμίας και διασκεδάσεων.

Πριν μπει στο πέλαγος της Μεγάλης Σαρακοστής ο χριστιανός, που θα νηστεύσει και θα πενθήσει εφτά ολόκληρες εβδομάδες - ούτε γάμοι ούτε χοροί και πανηγύρια γίνονται, ούτε φορούν κοσμήματα οι γυναίκες στο διάστημα αυτό - αισθάνεται την ανάγκη να διασκεδάσει, για να κάνει κάθε είδους τρέλα. Γι' αυτό άλλοτε η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν είτε με πυροβολισμούς είτε με δημόσιο τελάλη είτε με τα τύμπανα. Πχ στην Ύδρα,

η αποκριά μπαίνει με τα ταμπούρλα. Την ημέρα του αγίου Αντωνίου (17 Ιανουαρίου) αρχίζουνε και βαράνε τα ταμπούρλα σ' όλες τις γειτονιές και γίνεται μεγάλος αλαλαγμός.

Στη Λάστα της Γορτυνίας ένας φώναζε δυνατά, ότι πλησιάζουν οι απόκριες και

όποιος δεν έχει θρεφτάρι, ν' αγοράσει.

Γιατί αποκριά θα πει φαγοπότι και πρώτη φροντίδα πρέπει να είναι η προμήθεια του σφαχτού. Κάθε σπίτι τώρα πρέπει να ματώσει, δηλαδή κάτι να σφάξει. Σφάζουν κυρίως γουρούνι και σε πολλούς τόπους, όπως στην Πελοπόννησο, εξετάζουν τα σπλάχνα του ζώου (σπλήνα, χολή, καρδιά) και βγάζουν από αυτά μαντεύματα για το μέλλον.

Το Τριώδιο διαρκεί τρεις εβδομάδες.

Η πρώτη εβδομάδα, όταν αρχίζουν και σφάζουν τους χοίρους που έχουν και θρέφουν για το σκοπό αυτό, λέγεται προφωνή ή προφωνέσιμη, επειδή, όπως είπαμε, σε παλιότερα χρόνια κάποιος από ένα μέρος ψηλό προφωνούσε, δηλαδή διαλαλούσε, ότι αρχίζουν οι απόκριες. [...] Η εβδομάδα αυτή λέγεται και αμολητή ή απολυτή, επειδή

τότε απολυούνται οι ψυχές των αποθαμένων και βγαίνουν στον Απάνω κόσμο.

Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται κρεατινή ή ολόκριγια, επειδή τότε δεν κρατούν Τετάρτη και Παρασκευή. Λέγεται και άρτσι βούρτσι, γιατί, όπως και οι Αρμένιοι τρώνε ό,τι να 'ναι.

Τέλος η τρίτη εβδομάδα λέγεται τυρινή, επειδή τότε το κύριο καρύκευμα των φαγητών είναι το τυρί. Λέγεται μακαρονού γιατί τότε τρώνε πολύ τα μακαρόνια. Από πού έρχεται η προτίμηση προς τα ζυμαρικά αυτά, θα δούμε πιο κάτω.

Από την ημέρα του αγίου Αντωνίου, όταν περίπου αρχίζει το Τριώδι, αρχίζουν να μαζεύονται οι γειτόνισσες, να κάνουν τις βεγγέρες. Μαζεύοντα τα βράδια σ' ένα σπίτι και παίζουν διάφορα παιγνίδια, όπως την κολοκυθιά, την μπερλίνα, τα τυφλοπάνια, το άλογο, την παπαδιά. Εκεί λένε και αινίγματα και λογοπαίγνια με ελευθεροστομία, που μόνο τότε επιτρέπεται να λένε. "Το καλεί η μέρα", λέγουν. Χορεύουν και τραγουδούν τ' αποκριάτικα τραγούδια, που τα περισσότερα είναι σατυρικά ή άσεμνα. Από εδώ και το κρητικό δίστιχο:

τσι Μεγάλες Αποκρές

κουζουλαίνονται (τρελαίνονται) κ' οι γρες.

Αλλά η αρχή του Τριωδίου γίνεται κυρίως αισθητή την Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέφτη. Είναι η μέρα που καθένας, και ο πιο φτωχός, "θα τσικνώσει τη γωνιά του", όπως λένε. Κάτι θα ψήσει στη φωτιά κι η τσίκνα από το ψημένο κρέας, χοιρινό ή άλλο, θα μοσχοβολήσει τον αέρα. Εκείνο το βράδυ, όπως και το Σάββατο βράδυ και την Κυριακή της Κρεατινής, οι συγγενείς τρώγουν όλοι μαζί. Κάθε οικογένεια μαγειρεύει σπίτι της κι έπειτα πηγαίνουν όλοι οι συγγενείς και τρώγουν μαζί στο ίδιο σπίτι, ή μαγειρεύουν σ' ένα σπίτι όλοι.

Άμα φάγουν και πιουν, γίνονται μασκαράδες, χορεύουν και τραγουδούν. Και σαν μια οικογένεια, μαστόροι και καλφάδες διασκεδάζουν με τον ίδιο τρόπο την Τσικνοπέφτη στην Ήπειρο. Στο τραπέζι μάλιστα, που οι μαστόροι την ημέρα αυτή κάνουν στους μαθητές τους, μαστόροι και μαθητές θεωρούνται ίσοι.

Οι μεταμφιέσεις, τις οποίες γνωρίσαμε ήδη κατά τις γιορτές του Δωδεκαήμερου σε ορισμένα μόνο μέρη της Β. Ελλάδας και του Πόντου - και εκεί σαν έθιμο που σβήνει - τις Αποκριές συναντώνται σε ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε να φαίνονται ως το κύριο γνώρισμά τους. Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο:

Κουδουνάτοι, Γιανίτσαροι, κουκούγεροι, καμουζέλες, μούσκαροι, προσώπεια. Αλλά το κοινότερο είναι μασκαράδες και καρνάβαλοι (από το ιταλικό maschera και carnevale - λέξη που κατά το Fehrle προέρχεται από την απαγόρευση της κρεοφαγίας: carne vale = κρέας έχε γεια. [...] [Πρόβλεπε απόκρεως: από την πρόθεση από (με αρνητική σημασία) + κρέας].

Συνήθως ο όμιλος των μεταμφιεσμένων έχει τη μορφή γαμήλιας πομπής, στην οποία, εκτός από το γαμπρό και τη νύφη, συμμετέχουν η γριά προξενήτρα, ο γέρος νουνός και ο Σταχτιάρης, φουστανελοφόρος με πολλά κουδούνια, κρεμασμένα από τη ζώνη του, και μ' ένα σακούλι γεμάτο στάχτη, για να υπερασπίζεται με αυτήν το γαμπρό και τη νύφη. Η πομπή καταλήγει στην πλατεία του χωριού, όπου παρωδείται η τελετή του γάμου. Υπάρχουν και διάφοροι άλλοι τύποι, όπως ο γιατρός και η γιάτρισσα, ο γέρος και η γριά, οι ατσίγγανοι, ο Εβραίος, ο Αρβανίτης, ο Αράπης, ο διάβολος.

Σε μερικούς τόπους, όπως στο Αδραμύττι,

εκάνανε το καραβάνι. Αυτό είχε ρόδες. Το σκαρώνανε πάνω σε αμάξι και περπατούσε. Του είχανε κι ένα φουγάρο και βάζανε μέσα άχερα. Τ' ανάβανε και καπνίζανε, τάχα φουγάρος. Γυρίζανε σιργιάνι κι ένας κήρυκας φώναζε: Για τη Μυτιλήνη! Για τη Σμύρνη!

Πολλές και ποικίλες είναι και οι παραστάσεις των μεταμφιεσμένων, οι σατυρισμοί και οι παρωδίες, τις οποίες ο κόσμος παρακολουθεί σχηματίζοντας κύκλο γύρω από τους αυτοχειροτόνητους αυτούς ηθοποιούς. Τέτοιου είδους παράσταση είναι π.χ. το δικαστήριο: Φυγόδικος συλλαμβάνεται από το απόσπασμα και οδηγείται στο δικαστήριο. Κατηγορία ότι σκότωσε ... το γουρούνι του! Το δικαστήριο ακούει την απολογία του και τον καταδικάζει σε θάνατο. Η κρεμάλα έτοιμη, αλλά ξαφνικά φτάνει η βασιλική χάρη και ο κατάδικος σώζεται.

Παρόμοιες παραστάσεις είναι η κηδεία κάποιου γνωστού φιλάργυρου, του οποίου την ψυχή παίρνουν οι Σατανάδες (Στενήμαχος), το οβραίικο λείψανο (Αδραμύττι), ο γύφτικος γάμος (Αγία Άννα), η λήστευση λόρδων από τους Ζεϊμπέκ (Σύρος), ο μυλωνάς, το πανόραμα (άνθρωπος γυμνός μέσα στο κασόνι), το εργοστάσιο, όπου μπαίνουν γέροι και βγαίνουν ύστερα νέοι (Στενήμαχος) κλπ.

Η αγάπη του λαού για το θέατρο οδήγησε και σε δραματικές παραστάσεις παρμένες από το έπος του Ερωτόκριτου και τα έργα του Κρητικού Θεάτρου, πχ τη Θυσία του Αβραάμ, την Ερωφίλη κλπ. Έτσι στο Καρπενήσι,

τον παλιό τον καιρό γέννουνταν και Χάρος και Πανάρετος βασιλιάς και μαζώνουνταν ούλοι σε μια μεριά και παράσταιναν.

Γνωστές εξάλλου είναι οι "ομιλίες", δηλαδή κωμωδίες, που τις απόκριες παριστάνουν ηθοποιοί από το λαό (όπως "δύο γαμπροί - μια νύφη" κλπ)

Εννοείται ότι από την περίσταση επωφελούνται και επαγγελματίες της αποκριάς για να ζητιανέψουν εύσχημα, περιφέροντας το αλογάκι ή την καμήλα που χορεύει, το γαϊτανάκι, τα ρόπαλα κλπ.

Αλλά ενώ στις πόλεις ο κόσμος διασκεδάζει την Αποκριά είτε στο σπίτι είτε σε δημόσιους χορούς ή απλώς παρακολουθεί από τα πεζοδρόμια την παρέλαση μεταμφιεσμένων, που διοργανώνει συνήθως κάποια επιτροπή, λεγόμενη του Καρνάβαλου, στα χωριά ο αγρότης, ακόμη και μέσα στα γέλια και φαγοπότια της Αποκριάς, έχει την αίσθηση της μεταβολής που συμβαίνει την εποχή αυτή στη φύση και θέλει με πράξεις και ενέργειες, που ανάγονται σε παλαιές μαγικές συνήθειες, να υποβοηθήσει τον ερχομό της άνοιξης, να εξασφαλίσει τη βλάστηση και ευφορία των αγρών.

Ώστε δεν είναι απλά η διάθεση για ευθυμία και διασκέδαση η αιτία που προκάλεσε σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς τη γένεση των τόσο παράδοξων αγροτικών εθίμων της Αποκριάς, αλλά κάποια βαθύτερη τάση της ψυχής, η οποία αισθάνεται την εξάρτηση του φτωχού ανθρώπου από τη φύση.

Έτσι ανάμεσα στις αστείες και κωμικές παραστάσεις που τελούνται εθιμικά την Κυριακή και τη Δευτέρα της Τυρινής στις πλατείες πολλών ελληνικών χωριών, διακρίνουμε και πράξεις με βαθιά λατρευτική ή μαγική σημασία. Αναφέρω όσα γίνονται σε χωριά της Β. Ηπείρου και της Θράκης. Στη Δερβίτσανη το απόγευμα της Τυρινής Κυριακής,

όλη η παρέα των προσώπειων (μασκαράδων) ξεκινάει από την πλατεία του χωριού να πάει να πάρει τη νύφη, που περιμένει το συμπεθεριό σ' ένα κοντινό σπίτι. Εκεί γίνονται όλα τα έθιμα του γάμου. Παίρνουν τη νύφη και βγαίνουν στην πλατεία. Με ψεύτικες ευχές ο ψευτοπαπάς στεφανώνει το αντρόγυνο. Στη στεφάνωση πέφτουν ντουφεκιές και όλοι εύχονται με γέλια και χαρές τους νιόπαντρους. Μετά φέρνουν γύρα το χωριό χορεύοντας και τραγουδώντας όλα τα προσώπεια. Ξανάρχονται στην πλατεία, τυλίγουν έναν άνθρωπο με μια κάπα, τον μοιρολογούν με αστεία λόγια και τέλος κάνουν πως τον θάβουν. Σε μια στιγμή όμως ο νεκρός σηκώνεται και τότε ξεσπούν σε χαχανίσματα.

Τη σοβαρότητα που έχουν οι παραστάσεις της Τυρινής Δευτέρας στα χωριά της Θράκης αποδεικνύει πρώτα πρώτα ο τρόπος με τον οποίο διοργανώνονται. Η διοργάνωσή τους δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά κοινοτική. Οι πρόκριτοι εκλέγουν, για ορισμένη χρονική περίοδο, τα πρόσωπα που είναι κατάλληλα για τις παραστάσεις. Ακόμη στις τελετές αυτές μετέχουν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, επειδή όλοι ζουν από τη γη και μόνον από τη γη και πιστεύουν ότι, αν δεν τελεστεί το έθιμο ή αν οι εκλεγμένοι γι' αυτό δεν παίξουν το μέρος τους καλά, η σπορά δεν θα ευδοκιμήσει και η χρονιά δεν θα είναι καλή.

Θα εκθέσω κάπως εκτεταμένα τα όσα γίνονται τη Δευτέρα της Τυροφάγου στη Βιζύη της Θράκης, όπως τα περιέγραψε ο ποιητής Γ. Βιζυηνός στη Θρακική Επετηρίδα του 1897 και τα επιβεβαίωσε αργότερα με επίσκεψη στη Θράκη, ο Άγγλος καθηγητής Richard M. Dawkins.

Τα πρόσωπα του δράματος - γιατί ουσιαστικά για δράμα πρόκειται - είναι: δύο καλόγεροι, η μπάμπω με το εφταμηνίτικο παιδί της, δύο κορίτσια ή νύφες, δύο κατσίβελοι και δύο ζαπτιέδες, δηλαδή χωροφύλακες.

Πρωταγωνιστές είναι οι Καλόγεροι, που εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια από τους προύχοντες του χωριού και είναι οπωσδήποτε παντρεμένοι. Τους ρόλους των κοριτσιών υποδύονται άγαμοι νέοι, που οφείλουν να μην παντρευτούν σ' όλη τη διάρκεια της τετραετίας.

Τα κορίτσια φορούν τη γυναικεία ενδυμασία του τόπου και είναι φκιασιδωμένα, ενώ οι καλόγεροι ντύνονται ολότελα παράδοξα: φορούν περικεφαλαία από δέρμα λύκου ή αλεπούς, η οποία είναι κωνική και έχει στην κορυφή της μια ή δυο ουρές αυτών των ζώων. Στους ώμους και τα στήθη από πάνω έχουν ράψει δέρματα ζαρκαδιών, ενώ οι μηροί καλύπτονται με δέρματα τράγων. Τη στολή αυτή συμπληρώνουν:

1) το προσωπείο, που αποτελείται από δέρμα ζαρκαδιού ή τράγου και έχει τρύπες στο ύψος των ματιών και στο στόμα και

2) θορυβώδη κουδούνια κρεμασμένα σε δερμάτινη ζώνη.

Σαν όπλο και σύμβολο μαζί ο ένας από τους καλόγερους, ο αρχικαλόγερος, έχει ένα "δοξάρι", δηλαδή τόξο από ξύλο κρανιάς, που είναι έτσι κατασκευασμένο ώστε, όταν ο Καλόγερος τοξεύει, να εκσφενδονίζεται, αντί για βέλος στάχτη.

Ο άλλος Καλόγερος, ο δευτεραγωνιστής, κρατά στα χέρια του ένα [... ] ραβδί.

Το τρίτο πρόσωπο, η λεγόμενη Μπάμπω, έχει "κροκιδένια μαλλιά και καμπουρίτσα στη ράχη". Η στολή της αποτελείται από κουρέλια και το πρόσωπό της είναι άσχημο και παραμορφωμένο. Κρατά ένα καλάθι που έχει μέσα του το νεογέννητο εφταμηνίτικο παιδί της, δηλαδή ένα κομμάτι ξύλο, το οποίο "γαλουχεί και περιποιείται και κοιμίζει και ξυλοκοπεί εκ περιτροπής".

Φτωχά ντυμένοι είναι και οι γύφτοι, οι λεγόμενοι Κατσίβελοι, που οφείλουν να είναι αστείοι, πειραχτικοί και μουντζουρωμένοι.

Στο χέρι κρατούν ένα κλαδί μήκους 3 - 4 μέτρων. Τέλος οι ζαπτιέδες, δύο από τα πιο δυνατά παλικάρια του χωριού, που σαν φύλακες ακολουθούν τους καλόγερους, είναι οπλισμένοι και με μια αλυσίδα, για να δένουν όσους αιχμαλωτίζουν.

Το πρωί της Δευτέρας της Τυρινής οι Καλόγεροι, που τους ακολουθούν άλλα μέλη του θιάσου, συγκεντρώνονται υπό τους ήχους τυμπάνου και ασκαύλου (γκάιντας). Μπαίνουν στην αυλή κάθε σπιτιού και εξετάζουν, αν όλα τα γεωργικά εργαλεία βρίσκονται στη θέση τους. Αν βρουν κάτι σε λάθος θέση, έχουν δικαίωμα να το απομακρύνουν και μόνον αφού ο γεωργός τους κεράσει αρκετά λαγήνια κρασί, του το επιστρέφουν.

Αφού χορέψουν και πάρουν δώρα (χρήματα για το σχολειό και την εκκλησιά και κρασί για το συμπόσιό τους) πηγαίνουν σε άλλο σπίτι για να χορέψουν και εκεί "για την καλή χρονιά".

Στο δρόμο οι ζαπτιέδες συλλαμβάνουν με τις αλυσίδες κάθε διαβάτη και μόνον αφού αυτός καταβάλει τα λύτρα που ορίζουν οι Καλόγεροι, τον αφήνουν ελεύθερο.

Αφού ο θίασος γυρίσει όλο το χωριό από αυλή σε αυλή, από σπίτι σε σπίτι, καταλήγει στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία, όπου συγκεντρώνεται όλος ο πληθυσμός του χωριού.

Εκεί αρχίζει το δράμα.

Οι Κατσίβελοι φυσούν τη φωτιά και επεξεργάζονται παλιά σίδερα για να κατασκευάσουν δήθεν ένα υνί (η στάση του σώματός τους, όσο δουλεύουν, είναι άπρεπη και τα λόγια που ξεστομίζουν άσεμνα).

Λίγο πιο κει η Μπάμπω, η καψομάνα του εφταμηνίτικου παιδιού της [...] καθισμένη στο χορτάρι προσπαθεί με τα κουρέλια που "εσούφρωσε" από τις αυλές των σπιτιών, στη διάρκεια της περιοδείας της, να σπαργανώσει το παιδί της. Ταυτόχρονα παραπονιέται ότι το "μωρό δεν χωρεί πλέον εις το καλάθι", ότι αφού φάγει εφτά φούρνους καρβέλια και πιει ένα πατητήρι κρασί, της τρώγει και το μυαλό με την κλάψα του "όχι μόνον διότι δεν εχόρτασε, αλλά διότι της γυρεύει και γυναίκα"!

Και να ο Αρχικαλόγερος, που ως τώρα εξακολουθούσε να αστεΐζεται με τον άλλο Καλόγερο, σαν να είναι το εφταμηνίτικο παιδί της Μπάμπως που ανδρώθηκε και "γυρεύει γυναίκα", αρχίζει να κυνηγά τα κορίτσια. Αυτά ζητούν να κρυφτούν ανάμεσα στο πλήθος, αλλά ο Καλόγερος ορμά ακάθεκτος και αρπάζει ένα.

Ακολουθεί η τελετή του γάμου, δηλαδή μια παρωδία της, στην οποία κουμπάρος είναι ο δεύτερος Καλόγερος. Μετά το στεφάνωμα όμως, εντελώς αναίτια, ο κουμπάρος επιτίθεται στο γαμπρό, παίρνει από τα χέρια του το μοναδικό του όπλο, το τόξο, και τοξεύοντας τον χτυπά με τη στάχτη στο "μελιγκάρι" και τον ξαπλώνει ανάσκελα.

Ο φονιάς προσπαθεί τώρα να γδάρει τον σκοτωμένο μ΄ένα ξύλινο μαχαίρι, ενώ η νύφη θρηνεί τον σύζυγό της. Μετά από λίγο ο φονιάς δείχνει να μετανιώνει και προσπαθεί να αναστήσει το νεκρό, αλλά μάταια.

Στη συνέχεια, ενώ ακούγονται θρήνοι και κοπετοί, σηκώνουν τέσσερις τον νεκρό, αλλά "μόλις η πομπή επροχώρησε δύο βήματα και ω του θαύματος, ο Καλόγερος ανέστη εκ νεκρών και ανέζησεν ακμαίος και σκιρτών".

Η τελευταία του δράματος τούτο τελετή, λέγει ο Βιζυηνός, έχει τον επιβλητικό χαρακτήρα αληθώς ιεράς θρησκευτικής πράξεως. Ουδέν σατυρίζεται κατ' αυτήν, ουδέν λέγεται. Ο Κεχαγιάς, δηλαδή ο κοινοτικός του χωρίου κλητήρας, έχει ήδη έτοιμο ένα άροτρο προ της εκκλησίας, οι δε Κατσίβελοι το παρουσιάζουν μετά πομπής εις τον πρωτόγερον του χωρίου ως το νεόκμητον δήθεν υνίον, το οποίον αυτοί εσφυρηλάτησαν. Ζυγός καινουργής, επί τούτω κατασκευαζόμενος κατ' έτος από τα παλληκάρια, στολισμένος με πολύχρωμα άνθη, προσαρμόζεται προ του αρότρου, σοβαροί δε τώρα, ως ήμεροι ταύροι, οι Καλόγεροι προσέρχονται και ζευγνύονται εις το άροτρον αίροντες τον ζυγόν δια των χειρών.

[...]

Όπως ήδη παρατήρησε ο Dawkins, όλα στην τελετή των Καλογέρων θυμίζουν τη διονυσιακή λατρεία, αλλά στην πραγματικότητα όλα είναι αρχαιότερα από τον Διόνυσο! Είναι πράξεις θρησκείας των πρωτόγονων γεωργών, οι οποίοι ζητούσαν με τρόπους της ομοιπαθητικής μαγείας να επενεργήσουν στη βλάστηση των αγρών, να ενισχύσουν τη δύναμη που γονιμοποιεί τη γη, προτού ακόμη η δύναμη αυτή εξατομικευθεί στη φαντασία τους και γίνει θεός [...] Διόνυσος ή κάποιος άλλος θεός της βλάστησης.

Αν τώρα λάβουμε υπόψη ότι η Θράκη, όπου συναντάται στην πληρέστερή της μορφή [...] αυτή η τελετή, υπήρξε η αρχική κοιτίδα του Διονύσου, κι απ' όπου η λατρεία του διαδόθηκε και στην Ελλάδα, μπορούμε από τις μιμικές παραστάσεις των κατοίκων της Βιζύης να διδαχθούμε ποια μπορεί να ήταν η αρχική φάση της λατρείας του Διονύσου, από την οποία, όπως είναι γνωστό, γεννήθηκε το αρχαίο δράμα.

Γιατί τι άλλο παρά βίος και πάθη του θεού, του θεού της βλαστήσεως, είναι τα δρώμενα στην τελετή της Βιζύης;

[...]

Ο βίος και τα πάθη αυτά μυθολογούνται, όπως είναι γνωστό, και για τον Διόνυσο.

[...]

Ως θεός της άνοιξης ο Διόνυσος γιορταζόταν στην Αθήνα την περίοδο των Ανθεστηρίων. Ο γάμος του με τη βασίλισσα, τη γυναίκα του άρχοντος - βασιλέως, στο βουκολείο, ήταν το κύριο μέρος της γιορτής, τη δεύτερη ημέρα. [... ]

Αρχαιότατο τέλος στοιχείο των διονυσιακών μύθων ήταν η καταδίωξη του θεού και ο φόνος. Οι κάτοικοι των Δελφών πίστευαν ότι ο Διόνυσος πεθαίνοντας μεταφερόταν στο ναό του Απόλλωνα. Αλλά ο θάνατός του ήταν απλώς η προϋπόθεση της αναγέννησής του την άνοιξη. Σε όλα αυτά υπόκειται προφανώς η πανάρχαια πίστη στον "ενιαυτόν δαίμονα", δηλαδή στη βλάστηση, που επίσης πεθαίνει και ξαναγεννιέται μια φορά το χρόνο.

[...]

Στην Ελλάδα το έθιμο συνδέθηκε, όπως είδαμε, με μερικές άλλες πράξεις (εικονικός γάμος, φόνος του γαμπρού και ξαφνική ανάστασή του), δηλαδή με δραματικά στοιχεία, που ανάγονται σε αρχέγονες αντιλήψεις: ο δαίμονας της βλάστησης φονεύεται για να μην πεθάνει σε γεροντική αδυναμία, και ανακαλείται αμέσως στη ζωή, για να δράσει και πάλι ακμαίος.



Συνεργασία με γονείς




Αγαπητοί γονείς,


ένα απρόοπτο εμπόδιο αναγκάζει να αλλάξουμε τον τρόπο συνεργασίας μας που είχε καθοριστεί να γίνεται σχεδόν κάθε Πέμπτη μεσημέρι. Ο λόγος είναι ένα υπηρεσιακό σεμινάριο πληροφορικής που από αύριο και ως το τέλος της χρονιάς θα πρέπει να παρακολουθώ δύο φορές την εβδομάδα και από τις οποίες η μία είναι δυστυχώς τις Πέμπτες.


Αφενός το σεμινάριο αυτό θα έχει άμεση σχέση με την εκπαίδευση των παιδιών, καθώς απευθύνεται αποκλειστικά σε εκπαιδευτικούς που διδάσκουν σε τάξη και έχει ως ιδιαίτερο αντικείμενο την αξιοποίηση του λογισμικού που σήμερα συνοδεύει όλα τα βιβλία του δημοτικού σχολείου (και μάλιστα προβλέπει και άμεση εφαρμογή όσων θα διδαχθούμε στην τάξη μας) αφετέρου η χρονική του διάρκεια (τρεις ώρες το κάθε μάθημα) καθιστά αδύνατο, ιδιαίτερα τις ημέρες που το παρακολουθώ, να παραμείνω και επιπλέον χρόνο στο σχολείο. Και διευκρινίζω ότι το σεμινάριο πραγματοποιείται το απόγευμα χωρίς καμία απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα.


Έτσι για το επόμενο διάστημα θα περιοριστούμε στα όσα προβλέπει ο νόμος για τη συνεργασία σχολείου οικογένειας και που θυμίζω ότι είναι μία φορά το μήνα.


Ήδη για το μήνα Φεβρουάριο πραγματοποιήθηκε συνάντηση την περασμένη εβδομάδα ενώ για τον επόμενο μήνα έχει οριστεί από τη διεύθυνση του σχολείου η 19η Μαρτίου (Παρασκευή) ως μέρα συνάντησης και πιθανότατα και παράδοσης της βαθμολογίας του 2ου τριμήνου.


Για το διάστημα μετά το Πάσχα και έως τη λήξη της σχολικής χρονιάς που δεν έχει οριστεί από το σχολείο συνάντηση πέραν εκείνης που θα γίνει κατά τη λήξη (15 Ιουνίου, Τρίτη), πιστεύω ότι μια καλή λύση θα είναι αν ορίσουμε συναντήσεις και πάλι για τις 19 του μήνα.




Όπως βλέπετε στο ημερολόγιο της φετινής χρονιάς, στο οποίο έχουν σημειωθεί με κόκκινο οι επίσημες αργίες, η 19η Απριλίου είναι ημέρα Δευτέρα και η 19η Μαΐου είναι ημέρα Τετάρτη.

Ώρα συνάντησης όπως πάντα αμέσως μετά τη λήξη του διδακτικού ωραρίου.

Επίσης αν κάποιοι γονείς έχουν λόγους και ενδιάμεσα να συναντηθούμε, ισχύουν όσα έχουμε πει ως τώρα. Μπορούν να επικοινωνούν μαζί μου στα τηλέφωνα που γνωρίζετε ή και με απευθείας συνεννόηση και να ορίζουμε κάποια έκτακτη συνάντηση.

Με εκτίμηση

Η δασκάλα της τάξης

Ο Δον Κιχώτης "Κάτω από τη Γέφυρα"


Θέατρο σήμερα. Όλο το σχολείο προτίμησε αντί να τσικνίσει παϊδάκια να παρακολουθήσει θέατρο, αυτό το μαγικό σχολείο που άλλο δεν είναι από τον καθρέφτη της ίδιας μας της ζωής!

Οι μεγάλες τάξεις του σχολείου, από Τρίτη μέχρι και Έκτη, παρακολουθήσαμε την παράσταση "ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ" στο θέατρο ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ:



Ο Δον Κιχώτης είναι ένα έργο κλασικό που γράφτηκε από τον Μιγκέλ Θερβάντες πριν από αρκετούς αιώνες. Όπως όμως όλα τα κλασικά έργα εξακολουθεί και σήμερα να γοητεύει τους ανθρώπους γιατί μιλάει για όλα εκείνα που αφορούν τους ανθρώπους όλων των τόπων και όλων των εποχών.

Ο Δον Κιχώτης συμβολίζει κάθε ρομαντικό άνθρωπο που προσπαθεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο χωρίς να επιδιώκει άλλη αμοιβή πέρα από το να εντυπωσιάσει την καλή του, τη Δουλτσινέα:




DON KIXOTIS 1.mp3


Η Δουλτσινέα είναι η "δέσποινα των λογισμών" του Δον Κιχώτη. Μια απλή κόρη σιδερά είναι εκείνη στην πραγματικότητα, όμως ο Δον Κιχώτης τη βλέπει για αρχοντοπούλα και αν οι άλλοι δεν τη βλέπουν έτσι είναι - μας λέει - γιατί φταίει ο μάγος Ρευστόν! Αυτόν θα καταδιώξει ο Δον Κιχώτης σε όλο τον κόσμο γιατί αυτός ο φοβερός μάγος έχει καταστρέψει όλους τους ανθρώπους.

Ποιος είναι ο μάγος Ρευστόν; Η εξέλιξη του έργου μας τον αποκαλύπτει. Είναι το χρήμα και η ακόρεστη δίψα των ανθρώπων για την απόκτησή του. Τα πάντα είναι σε θέση να κάνουν για το χρήμα. Εκτός από το Δον Κιχώτη που περιφρονεί τελείως το χρήμα. Όχι όμως και ο ιπποκόμης του ο πασίγνωστος Σάντσο:



DON KIXOTIS 2.mp3


Ο Σάντσο είναι ένας προσγειωμένος άνθρωπος. Όταν ο Δον Κιχώτης του ζητά να γίνει ιπποκόμος του, το θεωρεί τελείως φυσιολογικό πως θα του δώσει μισθό. Έχει και γυναίκα και τέσσερα παιδιά να ταΐσει. Ο Δον Κιχώτης όμως του δηλώνει πως δεν καταλαβαίνει τι του λέει. Μισθό; Πουθενά στα βιβλία για τους ιππότες δεν αναφέρεται μισθός!



Όταν το καθήκον σε καλεί να σώσεις τον κόσμο είναι δυνατόν να ζητάς μισθό!!! Όλα γίνονται για το πάθος της δικαιοσύνης!

Ο Σάντσο όμως επιμένει να σκέφτεται κοτούλες με πατατούλες στο φούρνο και ο Δον Κιχώτης αναγκάζεται να του τάξει πως θα τον κάμει διοικητή σε ένα νησί. Έτσι ο Σάντσο πείθεται να τον ακολουθήσει και οι δυο τους ξεκινούν να σώσουν τον κόσμο με σύνθημα:

ΜΠΡΟΣΤΑ! ΠΑΝΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ! ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ!

Ακολουθούν διάφορα ηρωικά ή και αστεία κατορθώματα του Δον Κιχώτη. Με πρώτο την απελευθέρωση μιας αρχόντισας που μόνο φυλακισμένη δεν είναι:



Ο Δον Κιχώτης όμως φαντάζεται πως κινδυνεύει και κάνει τα πάντα να τη σώσει!



Όταν όμως εκείνη του προτείνει να την ακολουθήσει της δηλώνει πως μόνο τη Δουλτσινέα αγαπά και δε θα την εγκαταλείψει για καμία άλλη.

Λίγο αργότερα ο Δον Κιχώτης θα σώσει και ένα κράνος που κατά τη γνώμη του είναι το κράνος ενός ένδοξου ιππότη, αν και πρόκειτα απλά για τη λεκάνη και μόνο ενός κουρέα:



Κι ενώ αυτά τα αστεία ψευτοκατορθώματα κάνουν στα μάτια μας τον Δον Κιχώτη να φαίνεται εντελώς γελοίος, ειδικά όταν ζητά από το Σάντσο να του φορέσει το κράνος - λεκάνη:



σιγά σιγά και μεθοδικά το έργο μας αποκαλύπτει τη βαθύτερη αλήθεια. Εμφανίζονται οι κακοί που προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτούν τους άλλους και τον Δον Κιχώτη:



Η πρώτη ανατροπή της εικόνας του αστείου ιππότη γίνεται με την απελευθέρωση των τριών φυλακισμένων. Ενώ το επεισόδιο φαίνεται αρχικά να μοιάζει με τα προηγούμενα, οι ατάκες του έργου καταφέρνουν να μας προβληματίσουν για το ποιος τελικά είναι ο γελοίος, ο Δον Κιχώτης ή όλοι οι άλλοι;



DON KIXOTIS 3.mp3


Εκεί και βλέπουμε τον Δον Κιχώτη να καταθέτει και πάλι ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης αλλά ο τρόπος αυτός δεν είναι πια για γέλια. Αντίθετα είναι η φωνή της λογικής και της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης, της αληθινής δικαιοσύνης.

Ζήτω ο Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα! φωνάζουν οι τρεις φυλακισμένοι, πανηγυρίζοντας την απελευθέρωσή τους όταν όμως καταλαβαίνουν κι αυτοί πως ο Δον Κιχώτης δεν είναι τρελός, είναι μόνο ένας ρομαντικός άνθρωπος που θέλει να απελευθερώσει τους ανθρώπους από τον πραγματικό τους δυνάστη, το φοβερή μάγο Ρευστόν, του επιτίθενται...


Την ίδια ώρα και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να τη φέρουν του Δον Κιχώτη, θεωρώντας τον κι αυτοί έναν τρελούτσικο που ο καθένας μπορεί να ξεγελάσει.



Ο ένας είναι ο γιατρός που θέλει να παντρευτεί την ανηψιά του Δον Κιχώτη, όχι όμως γιατί την αγαπά αλλά γιατί λιγουρεύεται την προίκα που θα της δώσει ο θείος της.



Λίγο αργότερα και η αρχόντισσα που ο Δον Κιχώτης στις πρώτες σκηνές του έργου προσπάθησε να σώσει, θα θελήσει να τον εκμεταλλευτεί και να τον παρουσιάσει στο βασιλιά μόνο και μόνο για να κάνει το βασιλιά να γελάσει με τα αστεία του καμώματα.



Ο Δον Κιχώτης όμως δεν είναι ένας ακόμη γελωτοποιός. Δεν είναι ούτε χαζός. Το έργο μάλιστα θα καταφέρει να μας δείξει ποιος είναι ο αληθινά χαζός όταν ο βασιλιάς θα αφήσει το Σάντσο να καθίσει στο θρόνο του.



Το γέλιο αρχίζει τώρα να στολίζει τις πράξεις των μεγάλων και τρανών και στα μάτια του θεατή φανερώνεται πόσο γελοίοι είναι οι δυνατοί και ισχυροί της γης, αφού και ένας ιπποκόμος τα καταφέρνει καλύτερα από το βασιλιά. Μόνο ο βασιλιάς δεν καταλαβαίνει και ξεσπά σε γέλια βλέποντας τον Δον Κιχώτη να επανέρχεται στη σκηνή.



Θα προσπαθήσει μάλιστα να τον δωροδοκήσει, για να τον κρατήσει κοντά του και να του προσφέρει το γέλιο... Εκείνος όμως θα του πετάξει τα λεφτά πίσω. Και θα φύγει...

Και τότε θα πάρουν μπροστά οι ανεμόμυλοι.



Κουρασμένος και απογοητευμένος ο Δον Κιχώτης θα πέσει κάτω, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το κουράγιο του έχει εξανεμιστεί.



Να όμως που ξαφνικά αποκτά συμμάχους. Δεν είναι άλλοι από τους θεατές. Κι ας είναι και παιδιά... Ή και ακριβώς γι' αυτό. Η αγνή καρδιά των παιδιών έχει καταλάβει ποιος αληθινά είναι ο Δον Κιχώτης και τον προτρέπει να σηκωθεί και πάλι και να συνεχίσει τον αγώνα του για δικαιοσύνη και ανθρωπιά.



Ήταν πράγματι μια μαγική στιγμή εκείνη που τα μικρά μας ζουζουνάκια πετάχτηκαν όρθια από τα καθίσματα συμμετέχοντας ολόψυχα στη δραματική εξέλιξη του έργου, τόσο μαγική που τα μάτια βούρκωσαν και η καρδιά μας γέμισε ελπίδα. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτά τα παιδιά να καταφέρουν εκείνο που εμείς δεν μπορέσαμε, να νικήσουν τον κακό μάγο Ρευστόν που καταστρέφει τους ανθρώπους.



Έτσι στο φινάλε της παράστασης όλοι, μικροί και μεγάλοι, αποχαιρετήσαμε τον Δον Κιχώτη και τον υπόλοιπο θίασο με ένα ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα.

Μπράβο σε όλο το θίασο και σε όλους όσους εργάστηκαν για να ανέβει αυτή η εξαιρετική παράσταση στο θέατρο ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ. Αξίζει πραγματικά να δουν αυτό το έργο όχι μόνο όλα τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι. Ίσως μάλιστα περισσότερο οι μεγάλοι...

Οι συντελεστές της παράστασης είναι οι εξής:

Διασκευή: Γιάννης Καλατζόπουλος
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλατζόπουλος
Μουσική: Δημήτρης Λέκκας
Σκηνικά & Κοστούμια: Γιώργος Λιντζέρης
Χορογραφία: Κατερίνα Ανδριοπούλου

ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Μανώλης Δεστούνης (στο ρόλο του Δον Κιχώτη)
Γιάννης Τσικής
Κατερίνα Τσεβά
Κώστας Κλάδης
Μαρουσώ Γεωργοπούλου
Στάθης Αναστασίου






ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ


Ακούσατε, ακούσατε!