Ανοίξαμε φόρουμ... Πετάξτε με τα φτερά της πεταλουδίτσας για να το βρείτε!

ΑΠΟΚΡΙΕΣ


Από το βιβλίο του λαογράφου και ακαδημαϊκού Γεωργίου Μέγα:

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

ΑΠΟΚΡΙΕΣ

Οι Απόκριες, όπως παντού, είναι και στην Ελλάδα περίοδος ευθυμίας και διασκεδάσεων.

Πριν μπει στο πέλαγος της Μεγάλης Σαρακοστής ο χριστιανός, που θα νηστεύσει και θα πενθήσει εφτά ολόκληρες εβδομάδες - ούτε γάμοι ούτε χοροί και πανηγύρια γίνονται, ούτε φορούν κοσμήματα οι γυναίκες στο διάστημα αυτό - αισθάνεται την ανάγκη να διασκεδάσει, για να κάνει κάθε είδους τρέλα. Γι' αυτό άλλοτε η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν είτε με πυροβολισμούς είτε με δημόσιο τελάλη είτε με τα τύμπανα. Πχ στην Ύδρα,

η αποκριά μπαίνει με τα ταμπούρλα. Την ημέρα του αγίου Αντωνίου (17 Ιανουαρίου) αρχίζουνε και βαράνε τα ταμπούρλα σ' όλες τις γειτονιές και γίνεται μεγάλος αλαλαγμός.

Στη Λάστα της Γορτυνίας ένας φώναζε δυνατά, ότι πλησιάζουν οι απόκριες και

όποιος δεν έχει θρεφτάρι, ν' αγοράσει.

Γιατί αποκριά θα πει φαγοπότι και πρώτη φροντίδα πρέπει να είναι η προμήθεια του σφαχτού. Κάθε σπίτι τώρα πρέπει να ματώσει, δηλαδή κάτι να σφάξει. Σφάζουν κυρίως γουρούνι και σε πολλούς τόπους, όπως στην Πελοπόννησο, εξετάζουν τα σπλάχνα του ζώου (σπλήνα, χολή, καρδιά) και βγάζουν από αυτά μαντεύματα για το μέλλον.

Το Τριώδιο διαρκεί τρεις εβδομάδες.

Η πρώτη εβδομάδα, όταν αρχίζουν και σφάζουν τους χοίρους που έχουν και θρέφουν για το σκοπό αυτό, λέγεται προφωνή ή προφωνέσιμη, επειδή, όπως είπαμε, σε παλιότερα χρόνια κάποιος από ένα μέρος ψηλό προφωνούσε, δηλαδή διαλαλούσε, ότι αρχίζουν οι απόκριες. [...] Η εβδομάδα αυτή λέγεται και αμολητή ή απολυτή, επειδή

τότε απολυούνται οι ψυχές των αποθαμένων και βγαίνουν στον Απάνω κόσμο.

Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται κρεατινή ή ολόκριγια, επειδή τότε δεν κρατούν Τετάρτη και Παρασκευή. Λέγεται και άρτσι βούρτσι, γιατί, όπως και οι Αρμένιοι τρώνε ό,τι να 'ναι.

Τέλος η τρίτη εβδομάδα λέγεται τυρινή, επειδή τότε το κύριο καρύκευμα των φαγητών είναι το τυρί. Λέγεται μακαρονού γιατί τότε τρώνε πολύ τα μακαρόνια. Από πού έρχεται η προτίμηση προς τα ζυμαρικά αυτά, θα δούμε πιο κάτω.

Από την ημέρα του αγίου Αντωνίου, όταν περίπου αρχίζει το Τριώδι, αρχίζουν να μαζεύονται οι γειτόνισσες, να κάνουν τις βεγγέρες. Μαζεύοντα τα βράδια σ' ένα σπίτι και παίζουν διάφορα παιγνίδια, όπως την κολοκυθιά, την μπερλίνα, τα τυφλοπάνια, το άλογο, την παπαδιά. Εκεί λένε και αινίγματα και λογοπαίγνια με ελευθεροστομία, που μόνο τότε επιτρέπεται να λένε. "Το καλεί η μέρα", λέγουν. Χορεύουν και τραγουδούν τ' αποκριάτικα τραγούδια, που τα περισσότερα είναι σατυρικά ή άσεμνα. Από εδώ και το κρητικό δίστιχο:

τσι Μεγάλες Αποκρές

κουζουλαίνονται (τρελαίνονται) κ' οι γρες.

Αλλά η αρχή του Τριωδίου γίνεται κυρίως αισθητή την Πέμπτη της Κρεατινής, τη λεγόμενη Τσικνοπέφτη. Είναι η μέρα που καθένας, και ο πιο φτωχός, "θα τσικνώσει τη γωνιά του", όπως λένε. Κάτι θα ψήσει στη φωτιά κι η τσίκνα από το ψημένο κρέας, χοιρινό ή άλλο, θα μοσχοβολήσει τον αέρα. Εκείνο το βράδυ, όπως και το Σάββατο βράδυ και την Κυριακή της Κρεατινής, οι συγγενείς τρώγουν όλοι μαζί. Κάθε οικογένεια μαγειρεύει σπίτι της κι έπειτα πηγαίνουν όλοι οι συγγενείς και τρώγουν μαζί στο ίδιο σπίτι, ή μαγειρεύουν σ' ένα σπίτι όλοι.

Άμα φάγουν και πιουν, γίνονται μασκαράδες, χορεύουν και τραγουδούν. Και σαν μια οικογένεια, μαστόροι και καλφάδες διασκεδάζουν με τον ίδιο τρόπο την Τσικνοπέφτη στην Ήπειρο. Στο τραπέζι μάλιστα, που οι μαστόροι την ημέρα αυτή κάνουν στους μαθητές τους, μαστόροι και μαθητές θεωρούνται ίσοι.

Οι μεταμφιέσεις, τις οποίες γνωρίσαμε ήδη κατά τις γιορτές του Δωδεκαήμερου σε ορισμένα μόνο μέρη της Β. Ελλάδας και του Πόντου - και εκεί σαν έθιμο που σβήνει - τις Αποκριές συναντώνται σε ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε να φαίνονται ως το κύριο γνώρισμά τους. Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο:

Κουδουνάτοι, Γιανίτσαροι, κουκούγεροι, καμουζέλες, μούσκαροι, προσώπεια. Αλλά το κοινότερο είναι μασκαράδες και καρνάβαλοι (από το ιταλικό maschera και carnevale - λέξη που κατά το Fehrle προέρχεται από την απαγόρευση της κρεοφαγίας: carne vale = κρέας έχε γεια. [...] [Πρόβλεπε απόκρεως: από την πρόθεση από (με αρνητική σημασία) + κρέας].

Συνήθως ο όμιλος των μεταμφιεσμένων έχει τη μορφή γαμήλιας πομπής, στην οποία, εκτός από το γαμπρό και τη νύφη, συμμετέχουν η γριά προξενήτρα, ο γέρος νουνός και ο Σταχτιάρης, φουστανελοφόρος με πολλά κουδούνια, κρεμασμένα από τη ζώνη του, και μ' ένα σακούλι γεμάτο στάχτη, για να υπερασπίζεται με αυτήν το γαμπρό και τη νύφη. Η πομπή καταλήγει στην πλατεία του χωριού, όπου παρωδείται η τελετή του γάμου. Υπάρχουν και διάφοροι άλλοι τύποι, όπως ο γιατρός και η γιάτρισσα, ο γέρος και η γριά, οι ατσίγγανοι, ο Εβραίος, ο Αρβανίτης, ο Αράπης, ο διάβολος.

Σε μερικούς τόπους, όπως στο Αδραμύττι,

εκάνανε το καραβάνι. Αυτό είχε ρόδες. Το σκαρώνανε πάνω σε αμάξι και περπατούσε. Του είχανε κι ένα φουγάρο και βάζανε μέσα άχερα. Τ' ανάβανε και καπνίζανε, τάχα φουγάρος. Γυρίζανε σιργιάνι κι ένας κήρυκας φώναζε: Για τη Μυτιλήνη! Για τη Σμύρνη!

Πολλές και ποικίλες είναι και οι παραστάσεις των μεταμφιεσμένων, οι σατυρισμοί και οι παρωδίες, τις οποίες ο κόσμος παρακολουθεί σχηματίζοντας κύκλο γύρω από τους αυτοχειροτόνητους αυτούς ηθοποιούς. Τέτοιου είδους παράσταση είναι π.χ. το δικαστήριο: Φυγόδικος συλλαμβάνεται από το απόσπασμα και οδηγείται στο δικαστήριο. Κατηγορία ότι σκότωσε ... το γουρούνι του! Το δικαστήριο ακούει την απολογία του και τον καταδικάζει σε θάνατο. Η κρεμάλα έτοιμη, αλλά ξαφνικά φτάνει η βασιλική χάρη και ο κατάδικος σώζεται.

Παρόμοιες παραστάσεις είναι η κηδεία κάποιου γνωστού φιλάργυρου, του οποίου την ψυχή παίρνουν οι Σατανάδες (Στενήμαχος), το οβραίικο λείψανο (Αδραμύττι), ο γύφτικος γάμος (Αγία Άννα), η λήστευση λόρδων από τους Ζεϊμπέκ (Σύρος), ο μυλωνάς, το πανόραμα (άνθρωπος γυμνός μέσα στο κασόνι), το εργοστάσιο, όπου μπαίνουν γέροι και βγαίνουν ύστερα νέοι (Στενήμαχος) κλπ.

Η αγάπη του λαού για το θέατρο οδήγησε και σε δραματικές παραστάσεις παρμένες από το έπος του Ερωτόκριτου και τα έργα του Κρητικού Θεάτρου, πχ τη Θυσία του Αβραάμ, την Ερωφίλη κλπ. Έτσι στο Καρπενήσι,

τον παλιό τον καιρό γέννουνταν και Χάρος και Πανάρετος βασιλιάς και μαζώνουνταν ούλοι σε μια μεριά και παράσταιναν.

Γνωστές εξάλλου είναι οι "ομιλίες", δηλαδή κωμωδίες, που τις απόκριες παριστάνουν ηθοποιοί από το λαό (όπως "δύο γαμπροί - μια νύφη" κλπ)

Εννοείται ότι από την περίσταση επωφελούνται και επαγγελματίες της αποκριάς για να ζητιανέψουν εύσχημα, περιφέροντας το αλογάκι ή την καμήλα που χορεύει, το γαϊτανάκι, τα ρόπαλα κλπ.

Αλλά ενώ στις πόλεις ο κόσμος διασκεδάζει την Αποκριά είτε στο σπίτι είτε σε δημόσιους χορούς ή απλώς παρακολουθεί από τα πεζοδρόμια την παρέλαση μεταμφιεσμένων, που διοργανώνει συνήθως κάποια επιτροπή, λεγόμενη του Καρνάβαλου, στα χωριά ο αγρότης, ακόμη και μέσα στα γέλια και φαγοπότια της Αποκριάς, έχει την αίσθηση της μεταβολής που συμβαίνει την εποχή αυτή στη φύση και θέλει με πράξεις και ενέργειες, που ανάγονται σε παλαιές μαγικές συνήθειες, να υποβοηθήσει τον ερχομό της άνοιξης, να εξασφαλίσει τη βλάστηση και ευφορία των αγρών.

Ώστε δεν είναι απλά η διάθεση για ευθυμία και διασκέδαση η αιτία που προκάλεσε σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς τη γένεση των τόσο παράδοξων αγροτικών εθίμων της Αποκριάς, αλλά κάποια βαθύτερη τάση της ψυχής, η οποία αισθάνεται την εξάρτηση του φτωχού ανθρώπου από τη φύση.

Έτσι ανάμεσα στις αστείες και κωμικές παραστάσεις που τελούνται εθιμικά την Κυριακή και τη Δευτέρα της Τυρινής στις πλατείες πολλών ελληνικών χωριών, διακρίνουμε και πράξεις με βαθιά λατρευτική ή μαγική σημασία. Αναφέρω όσα γίνονται σε χωριά της Β. Ηπείρου και της Θράκης. Στη Δερβίτσανη το απόγευμα της Τυρινής Κυριακής,

όλη η παρέα των προσώπειων (μασκαράδων) ξεκινάει από την πλατεία του χωριού να πάει να πάρει τη νύφη, που περιμένει το συμπεθεριό σ' ένα κοντινό σπίτι. Εκεί γίνονται όλα τα έθιμα του γάμου. Παίρνουν τη νύφη και βγαίνουν στην πλατεία. Με ψεύτικες ευχές ο ψευτοπαπάς στεφανώνει το αντρόγυνο. Στη στεφάνωση πέφτουν ντουφεκιές και όλοι εύχονται με γέλια και χαρές τους νιόπαντρους. Μετά φέρνουν γύρα το χωριό χορεύοντας και τραγουδώντας όλα τα προσώπεια. Ξανάρχονται στην πλατεία, τυλίγουν έναν άνθρωπο με μια κάπα, τον μοιρολογούν με αστεία λόγια και τέλος κάνουν πως τον θάβουν. Σε μια στιγμή όμως ο νεκρός σηκώνεται και τότε ξεσπούν σε χαχανίσματα.

Τη σοβαρότητα που έχουν οι παραστάσεις της Τυρινής Δευτέρας στα χωριά της Θράκης αποδεικνύει πρώτα πρώτα ο τρόπος με τον οποίο διοργανώνονται. Η διοργάνωσή τους δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά κοινοτική. Οι πρόκριτοι εκλέγουν, για ορισμένη χρονική περίοδο, τα πρόσωπα που είναι κατάλληλα για τις παραστάσεις. Ακόμη στις τελετές αυτές μετέχουν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, επειδή όλοι ζουν από τη γη και μόνον από τη γη και πιστεύουν ότι, αν δεν τελεστεί το έθιμο ή αν οι εκλεγμένοι γι' αυτό δεν παίξουν το μέρος τους καλά, η σπορά δεν θα ευδοκιμήσει και η χρονιά δεν θα είναι καλή.

Θα εκθέσω κάπως εκτεταμένα τα όσα γίνονται τη Δευτέρα της Τυροφάγου στη Βιζύη της Θράκης, όπως τα περιέγραψε ο ποιητής Γ. Βιζυηνός στη Θρακική Επετηρίδα του 1897 και τα επιβεβαίωσε αργότερα με επίσκεψη στη Θράκη, ο Άγγλος καθηγητής Richard M. Dawkins.

Τα πρόσωπα του δράματος - γιατί ουσιαστικά για δράμα πρόκειται - είναι: δύο καλόγεροι, η μπάμπω με το εφταμηνίτικο παιδί της, δύο κορίτσια ή νύφες, δύο κατσίβελοι και δύο ζαπτιέδες, δηλαδή χωροφύλακες.

Πρωταγωνιστές είναι οι Καλόγεροι, που εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια από τους προύχοντες του χωριού και είναι οπωσδήποτε παντρεμένοι. Τους ρόλους των κοριτσιών υποδύονται άγαμοι νέοι, που οφείλουν να μην παντρευτούν σ' όλη τη διάρκεια της τετραετίας.

Τα κορίτσια φορούν τη γυναικεία ενδυμασία του τόπου και είναι φκιασιδωμένα, ενώ οι καλόγεροι ντύνονται ολότελα παράδοξα: φορούν περικεφαλαία από δέρμα λύκου ή αλεπούς, η οποία είναι κωνική και έχει στην κορυφή της μια ή δυο ουρές αυτών των ζώων. Στους ώμους και τα στήθη από πάνω έχουν ράψει δέρματα ζαρκαδιών, ενώ οι μηροί καλύπτονται με δέρματα τράγων. Τη στολή αυτή συμπληρώνουν:

1) το προσωπείο, που αποτελείται από δέρμα ζαρκαδιού ή τράγου και έχει τρύπες στο ύψος των ματιών και στο στόμα και

2) θορυβώδη κουδούνια κρεμασμένα σε δερμάτινη ζώνη.

Σαν όπλο και σύμβολο μαζί ο ένας από τους καλόγερους, ο αρχικαλόγερος, έχει ένα "δοξάρι", δηλαδή τόξο από ξύλο κρανιάς, που είναι έτσι κατασκευασμένο ώστε, όταν ο Καλόγερος τοξεύει, να εκσφενδονίζεται, αντί για βέλος στάχτη.

Ο άλλος Καλόγερος, ο δευτεραγωνιστής, κρατά στα χέρια του ένα [... ] ραβδί.

Το τρίτο πρόσωπο, η λεγόμενη Μπάμπω, έχει "κροκιδένια μαλλιά και καμπουρίτσα στη ράχη". Η στολή της αποτελείται από κουρέλια και το πρόσωπό της είναι άσχημο και παραμορφωμένο. Κρατά ένα καλάθι που έχει μέσα του το νεογέννητο εφταμηνίτικο παιδί της, δηλαδή ένα κομμάτι ξύλο, το οποίο "γαλουχεί και περιποιείται και κοιμίζει και ξυλοκοπεί εκ περιτροπής".

Φτωχά ντυμένοι είναι και οι γύφτοι, οι λεγόμενοι Κατσίβελοι, που οφείλουν να είναι αστείοι, πειραχτικοί και μουντζουρωμένοι.

Στο χέρι κρατούν ένα κλαδί μήκους 3 - 4 μέτρων. Τέλος οι ζαπτιέδες, δύο από τα πιο δυνατά παλικάρια του χωριού, που σαν φύλακες ακολουθούν τους καλόγερους, είναι οπλισμένοι και με μια αλυσίδα, για να δένουν όσους αιχμαλωτίζουν.

Το πρωί της Δευτέρας της Τυρινής οι Καλόγεροι, που τους ακολουθούν άλλα μέλη του θιάσου, συγκεντρώνονται υπό τους ήχους τυμπάνου και ασκαύλου (γκάιντας). Μπαίνουν στην αυλή κάθε σπιτιού και εξετάζουν, αν όλα τα γεωργικά εργαλεία βρίσκονται στη θέση τους. Αν βρουν κάτι σε λάθος θέση, έχουν δικαίωμα να το απομακρύνουν και μόνον αφού ο γεωργός τους κεράσει αρκετά λαγήνια κρασί, του το επιστρέφουν.

Αφού χορέψουν και πάρουν δώρα (χρήματα για το σχολειό και την εκκλησιά και κρασί για το συμπόσιό τους) πηγαίνουν σε άλλο σπίτι για να χορέψουν και εκεί "για την καλή χρονιά".

Στο δρόμο οι ζαπτιέδες συλλαμβάνουν με τις αλυσίδες κάθε διαβάτη και μόνον αφού αυτός καταβάλει τα λύτρα που ορίζουν οι Καλόγεροι, τον αφήνουν ελεύθερο.

Αφού ο θίασος γυρίσει όλο το χωριό από αυλή σε αυλή, από σπίτι σε σπίτι, καταλήγει στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία, όπου συγκεντρώνεται όλος ο πληθυσμός του χωριού.

Εκεί αρχίζει το δράμα.

Οι Κατσίβελοι φυσούν τη φωτιά και επεξεργάζονται παλιά σίδερα για να κατασκευάσουν δήθεν ένα υνί (η στάση του σώματός τους, όσο δουλεύουν, είναι άπρεπη και τα λόγια που ξεστομίζουν άσεμνα).

Λίγο πιο κει η Μπάμπω, η καψομάνα του εφταμηνίτικου παιδιού της [...] καθισμένη στο χορτάρι προσπαθεί με τα κουρέλια που "εσούφρωσε" από τις αυλές των σπιτιών, στη διάρκεια της περιοδείας της, να σπαργανώσει το παιδί της. Ταυτόχρονα παραπονιέται ότι το "μωρό δεν χωρεί πλέον εις το καλάθι", ότι αφού φάγει εφτά φούρνους καρβέλια και πιει ένα πατητήρι κρασί, της τρώγει και το μυαλό με την κλάψα του "όχι μόνον διότι δεν εχόρτασε, αλλά διότι της γυρεύει και γυναίκα"!

Και να ο Αρχικαλόγερος, που ως τώρα εξακολουθούσε να αστεΐζεται με τον άλλο Καλόγερο, σαν να είναι το εφταμηνίτικο παιδί της Μπάμπως που ανδρώθηκε και "γυρεύει γυναίκα", αρχίζει να κυνηγά τα κορίτσια. Αυτά ζητούν να κρυφτούν ανάμεσα στο πλήθος, αλλά ο Καλόγερος ορμά ακάθεκτος και αρπάζει ένα.

Ακολουθεί η τελετή του γάμου, δηλαδή μια παρωδία της, στην οποία κουμπάρος είναι ο δεύτερος Καλόγερος. Μετά το στεφάνωμα όμως, εντελώς αναίτια, ο κουμπάρος επιτίθεται στο γαμπρό, παίρνει από τα χέρια του το μοναδικό του όπλο, το τόξο, και τοξεύοντας τον χτυπά με τη στάχτη στο "μελιγκάρι" και τον ξαπλώνει ανάσκελα.

Ο φονιάς προσπαθεί τώρα να γδάρει τον σκοτωμένο μ΄ένα ξύλινο μαχαίρι, ενώ η νύφη θρηνεί τον σύζυγό της. Μετά από λίγο ο φονιάς δείχνει να μετανιώνει και προσπαθεί να αναστήσει το νεκρό, αλλά μάταια.

Στη συνέχεια, ενώ ακούγονται θρήνοι και κοπετοί, σηκώνουν τέσσερις τον νεκρό, αλλά "μόλις η πομπή επροχώρησε δύο βήματα και ω του θαύματος, ο Καλόγερος ανέστη εκ νεκρών και ανέζησεν ακμαίος και σκιρτών".

Η τελευταία του δράματος τούτο τελετή, λέγει ο Βιζυηνός, έχει τον επιβλητικό χαρακτήρα αληθώς ιεράς θρησκευτικής πράξεως. Ουδέν σατυρίζεται κατ' αυτήν, ουδέν λέγεται. Ο Κεχαγιάς, δηλαδή ο κοινοτικός του χωρίου κλητήρας, έχει ήδη έτοιμο ένα άροτρο προ της εκκλησίας, οι δε Κατσίβελοι το παρουσιάζουν μετά πομπής εις τον πρωτόγερον του χωρίου ως το νεόκμητον δήθεν υνίον, το οποίον αυτοί εσφυρηλάτησαν. Ζυγός καινουργής, επί τούτω κατασκευαζόμενος κατ' έτος από τα παλληκάρια, στολισμένος με πολύχρωμα άνθη, προσαρμόζεται προ του αρότρου, σοβαροί δε τώρα, ως ήμεροι ταύροι, οι Καλόγεροι προσέρχονται και ζευγνύονται εις το άροτρον αίροντες τον ζυγόν δια των χειρών.

[...]

Όπως ήδη παρατήρησε ο Dawkins, όλα στην τελετή των Καλογέρων θυμίζουν τη διονυσιακή λατρεία, αλλά στην πραγματικότητα όλα είναι αρχαιότερα από τον Διόνυσο! Είναι πράξεις θρησκείας των πρωτόγονων γεωργών, οι οποίοι ζητούσαν με τρόπους της ομοιπαθητικής μαγείας να επενεργήσουν στη βλάστηση των αγρών, να ενισχύσουν τη δύναμη που γονιμοποιεί τη γη, προτού ακόμη η δύναμη αυτή εξατομικευθεί στη φαντασία τους και γίνει θεός [...] Διόνυσος ή κάποιος άλλος θεός της βλάστησης.

Αν τώρα λάβουμε υπόψη ότι η Θράκη, όπου συναντάται στην πληρέστερή της μορφή [...] αυτή η τελετή, υπήρξε η αρχική κοιτίδα του Διονύσου, κι απ' όπου η λατρεία του διαδόθηκε και στην Ελλάδα, μπορούμε από τις μιμικές παραστάσεις των κατοίκων της Βιζύης να διδαχθούμε ποια μπορεί να ήταν η αρχική φάση της λατρείας του Διονύσου, από την οποία, όπως είναι γνωστό, γεννήθηκε το αρχαίο δράμα.

Γιατί τι άλλο παρά βίος και πάθη του θεού, του θεού της βλαστήσεως, είναι τα δρώμενα στην τελετή της Βιζύης;

[...]

Ο βίος και τα πάθη αυτά μυθολογούνται, όπως είναι γνωστό, και για τον Διόνυσο.

[...]

Ως θεός της άνοιξης ο Διόνυσος γιορταζόταν στην Αθήνα την περίοδο των Ανθεστηρίων. Ο γάμος του με τη βασίλισσα, τη γυναίκα του άρχοντος - βασιλέως, στο βουκολείο, ήταν το κύριο μέρος της γιορτής, τη δεύτερη ημέρα. [... ]

Αρχαιότατο τέλος στοιχείο των διονυσιακών μύθων ήταν η καταδίωξη του θεού και ο φόνος. Οι κάτοικοι των Δελφών πίστευαν ότι ο Διόνυσος πεθαίνοντας μεταφερόταν στο ναό του Απόλλωνα. Αλλά ο θάνατός του ήταν απλώς η προϋπόθεση της αναγέννησής του την άνοιξη. Σε όλα αυτά υπόκειται προφανώς η πανάρχαια πίστη στον "ενιαυτόν δαίμονα", δηλαδή στη βλάστηση, που επίσης πεθαίνει και ξαναγεννιέται μια φορά το χρόνο.

[...]

Στην Ελλάδα το έθιμο συνδέθηκε, όπως είδαμε, με μερικές άλλες πράξεις (εικονικός γάμος, φόνος του γαμπρού και ξαφνική ανάστασή του), δηλαδή με δραματικά στοιχεία, που ανάγονται σε αρχέγονες αντιλήψεις: ο δαίμονας της βλάστησης φονεύεται για να μην πεθάνει σε γεροντική αδυναμία, και ανακαλείται αμέσως στη ζωή, για να δράσει και πάλι ακμαίος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε εδώ το σχόλιό σας κι εμείς θα φροντίσουμε το συντομότερο δυνατό να δημοσιευτεί.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ


Ακούσατε, ακούσατε!